μελάγχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(1ba)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μελάγχρους
|Medium diacritics=μελάγχρους
|Low diacritics=μελάγχρους
|Capitals=ΜΕΛΑΓΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=melánchrous
|Transliteration B=melanchrous
|Transliteration C=melanchrous
|Beta Code=mela/gxrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[μελάγχροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]].

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχρους Medium diacritics: μελάγχρους Low diacritics: μελάγχρους Capitals: ΜΕΛΑΓΧΡΟΥΣ
Transliteration A: melánchrous Transliteration B: melanchrous Transliteration C: melanchrous Beta Code: mela/gxrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μελάγχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.

Greek Monolingual

και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].

Middle Liddell

μελάγχρους, ουν χρόα
swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.