μελάγχρους: Difference between revisions
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελάγχρους | |||
|Medium diacritics=μελάγχρους | |||
|Low diacritics=μελάγχρους | |||
|Capitals=ΜΕΛΑΓΧΡΟΥΣ | |||
|Transliteration A=melánchrous | |||
|Transliteration B=melanchrous | |||
|Transliteration C=melanchrous | |||
|Beta Code=mela/gxrous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[μελάγχροος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]]. |
Revision as of 11:06, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for μελάγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.
Greek Monolingual
και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].
Middle Liddell
μελάγχρους, ουν χρόα
swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.