συμμεθίστημι: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmethistimi | |Transliteration C=symmethistimi | ||
|Beta Code=summeqi/sthmi | |Beta Code=summeqi/sthmi | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[change at the same time]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>940b5</span>; 3sg. <b class="b3">συμμεθιστᾷ</b> (from <b class="b3">-ιστάω</b>) <span class="bibl">Str.1.3.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf. Act., <b class="b2">change places simultaneously with</b> another, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>16</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:35, 30 June 2020
English (LSJ)
A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.
German (Pape)
[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συμμετέστην, etc.
se déplacer ou changer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεθίστημι.
Greek Monolingual
Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].
Greek Monotonic
συμμεθίστημι:I. συμμετέχω στη μεταβολή κάποιου πράγματος, συμμεταβάλλω· γʹ ενικ. συμμεθιστᾷ (από -ιστάω), σε Στράβ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., αλλάζω συγχρόνως θέση με κάποιον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμμεθίστημι: вместе перемещать, увлекать за собой (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.
Middle Liddell
I. to help in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.
II. Pass., with aor2 et perf. act., to change places along with another, Plut.