χειροτεχνία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirotechnia
|Transliteration C=cheirotechnia
|Beta Code=xeirotexni/a
|Beta Code=xeirotexni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">handicraft</b>, βαναυσία καὶ χ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 590c</span>: pl., <b class="b3">γεωργιῶν ἀπέχεσθαι . . καὶ χ</b>. ib.<span class="bibl">547d</span>; <b class="b3">αἱ περὶ χειροτεχνίας</b> ἐπιστῆμαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>304b</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[handicraft]], βαναυσία καὶ χ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 590c</span>: pl., <b class="b3">γεωργιῶν ἀπέχεσθαι . . καὶ χ</b>. ib.<span class="bibl">547d</span>; <b class="b3">αἱ περὶ χειροτεχνίας</b> ἐπιστῆμαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>304b</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτεχνία Medium diacritics: χειροτεχνία Low diacritics: χειροτεχνία Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: cheirotechnía Transliteration B: cheirotechnia Transliteration C: cheirotechnia Beta Code: xeirotexni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A handicraft, βαναυσία καὶ χ. Pl.R. 590c: pl., γεωργιῶν ἀπέχεσθαι . . καὶ χ. ib.547d; αἱ περὶ χειροτεχνίας ἐπιστῆμαι Id.Plt.304b.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handwerk, Kunst, die mit der Hand ausgeübt wird, καὶ βαναυσία, Plat. Rep. IX, 590 c Polit. 304 b.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτεχνία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ χειροτέχνου, βαναυσία καὶ χ. Πλάτ. Πολ. 590C· ἐν τῷ πληθ., γεωργιῶν ἀπέχεσθαι .. καὶ χ. αὐτόθι 547D· αἱ περὶ χειροτεχνίας ἐπιστῆμαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 304Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession manuelle.
Étymologie: χειροτέχνης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ χειροτέχνης
νεοελλ.
1. η με το χέρι και με τη βοήθεια απλών, στοιχειωδών εργαλείων και μηχανικών μέσων κατασκευή και καλλιτεχνική επεξεργασία χρηστικών αντικειμένων
2. το σχετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία
αρχ.
η εργασία του χειροτέχνη, του χειρώνακτα.

Greek Monotonic

χειροτεχνία: ἡ, εργασία με το χέρι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χειροτεχνία: ἡ ремесло, мастерство Plat.

Middle Liddell

χειροτεχνία, ἡ, [from χειροτέχνης
handicraft, Plat.