κατηγόρημα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(1ba)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατηγόρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> порицание (τοῦ τρόπου [[σου]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;<br /><b class="num">3)</b> филос. высказывание, предикат Arst.;<br /><b class="num">4)</b> = [[κατηγορία]] 2.
|elrutext='''κατηγόρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> порицание (τοῦ τρόπου [[σου]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;<br /><b class="num">3)</b> филос. высказывание, предикат Arst.;<br /><b class="num">4)</b> = [[κατηγορία]] 2.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγόρημα Medium diacritics: κατηγόρημα Low diacritics: κατηγόρημα Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑ
Transliteration A: katēgórēma Transliteration B: katēgorēma Transliteration C: katigorima Beta Code: kathgo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κ. this is the fault of... A.D.Pron.27.25.    II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18.    2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.    III sign, indication, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. Polem.Phgn. 36.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγόρημα: τό, τὸ κακούργημα ἢ ἔγκλημα, δι’ ὃ γίνεται ἡ κατηγορία, Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = κατηγορία ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― σημεῖον, σημείωσις, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
accusation, reproche, blâme.
Étymologie: κατηγορέω.

Greek Monolingual

και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) κατηγορῶ
(λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο
νεοελλ.
1. η πράξη ή η ιδιότητα για την οποία κατηγορείται κάποιος, το αντικείμενο της κατηγορίας
2. κύριος όρος της προτάσεως, ο οποίος αποδίδεται στο υποκείμενο της και εκφέρεται είτε μονολεκτικός, οπότε είναι ρήμα, είτε περιφραστικώς, οπότε αποτελείται από ένα συνδετικό ρήμα και από το κατηγορούμενο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει», «ἁπλοῡς ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»
μσν.
φρ. «πίπτω εἰς κατηγόρημα» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
μσν.-αρχ.
κατηγορία, μομφή («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ κατηγόρημα ἕν ἔστω», Πλάτ.)
αρχ.
1. γεγονός ή ενέργεια η οποία φανερώνει κάτι, ένδειξη
2. σημείο, σημείωση.

Greek Monotonic

κατηγόρημα: -ατος, τό, κατηγορία, καταγγελία, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατηγόρημα: ατος τό
1) порицание (τοῦ τρόπου σου Dem.);
2) обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;
3) филос. высказывание, предикат Arst.;
4) = κατηγορία 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηγόρημα -τος, τό [κατηγορέω] aanklacht, beschuldiging.

Middle Liddell

κατηγόρημα, ατος, τό,
an accusation, charge, Plat., Dem.