κίω: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=!κίω, to go, Hom., Aesch.
|mdlsjtxt=κίω, to go, Hom., Aesch.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίω Medium diacritics: κίω Low diacritics: κίω Capitals: ΚΙΩ
Transliteration A: kíō Transliteration B: kiō Transliteration C: kio Beta Code: ki/w

English (LSJ)

   A κίεις A.Ch.680; imper. κίε Od.7.50, A.Pers.1068, Supp.852 (both lyr.); subj. κίῃς Od.1.311; opt.κίοι 9.42, A.Supp.504, κιοίτην, κίοιτε, Od.15.149, 3.347; part. κιών, κιοῦσα (for the accent cf. ἰών), 4.427, al.: impf. ἔκιον, Ep.1pl. κίομεν Il.21.456:—go, in Hom.almost always of persons, 2.565, 24.471, Od.4.427, etc.; of ships, Il.2.509:— Ep. Verb, Trag. only A.; as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426c: in Hom. perh. always aor., unless impf. in Il.23.257. (Cf. κινέω, κίνυμαι, Lat. ξιο.)

German (Pape)

[Seite 1444] poet. = ἴω, εἶμι, ge hen; bei Hom. nur im conj. κίω, optat. κίοιμι, imperat. κίε, partic. κιών und impf. ἔκιον vorkommend; ἄψοῤῥοι κίομεν Il. 21, 456, gew. von Menschen u. lebenden Wesen übh., aber auch τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, 2, 509, u. so sp. D.; Aesch. hat auch den indicat. praes., εἰς Ἄργος κίεις Ch. 664; imper. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Pers. 1025; κίοι Suppl. 504 (vgl. noch κιάθω). In Prosa nur bei Plat. Crat. 426 c zur Ableitung von κινέω erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

κίω: κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη εἶναι χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ εἶμι ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν μετακιάθω· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. κινέω). Πορεύομαι, ὑπάγω, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον χάριν ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao.2 ἔκιονpart. κιών;
aller.
Étymologie: R. κι, mettre en mouvement ; cf. κινέω.

English (Autenrieth)

opt. κίοι, κιοίτην, κ<<><>>τε, part. κιών, -οῦσα, ipf. ἔκιον, κίον: go, go away, usually of persons, rarely of things, Il. 6.422, Od. 15.149, Od. 16.177; the part. κιών is often employed for amplification, Od. 10.156, Od. 24.491.

Greek Monolingual

κίω (Α)
πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ.
β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί-ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί τ. Η ίδια μορφή της ρίζας εμφανίζεται στα λατ. -tus «ταχύς», -eo «κινώ». Πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα ki- της ΙΕ ρίζας kei- «κινώ / κινούμαι» που απαντά παρεκτεταμένη και στα κί-νδ-αξ κί-νδ-υνος, ενώ στα κῑνέω / - και κῑνυμαι το μακρό -- δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας. Η αναγωγή τών δύο τελευταίων σε μορφή kiә2- της ΙΕ ρίζας ενισχύεται ίσως από την ύπαρξη τ. του κίω με θ. κια-, όπως η γλώσσα του Ησυχίου κίατο- ἐκινεῖτο (που όμως είναι αβέβαιη) ή ο αόρ. β' -κία-θον (όπου όμως το -α- δεν αποκλείεται να αποτελεί τερματικό στοιχείο)].

Greek Monotonic

κίω: προστ. κίε, βʹ ενικ. υποτ. κίῃς, Επικ. αʹ πληθ. κίομεν (αντί κίωμεν)· ευκτ. κίοιμι, μτχ. κιοῦσα, παρατ. ἔκιον, Επικ. κίον· πορεύομαι, πηγαίνω, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κίω: (ῐ) (только praes., impf. ἔκιον - эп. κίον, imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. κιών, opt. κίοιμι) идти: ἄψορροι κίομεν Hom. мы ушли обратно; αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. вернись, бедный, домой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίω [κινέω] poët., aor. ἔκιον, ep. κίον, conj. 2 sing. κίῃς, opt. 3 sing. κίοι, 2 plur. κίοιτε, dual. κιοίτην, ptc. κιών gaan ( m. n. van pers).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: set (oneself) in movement, (move)away (Hom., A.), wiht θ-enlargement μετ-εκίαθε, -ον followed after, visited (Il.; ι metr. lengthening).
Other forms: κίεις A. Ch. 680, further only preterite and non-indicative forms: ἔκιε (κίε), κίομεν, κίον, ipv. κίε, subj. κίῃς, opt. κίοι, ptc. κιών
Origin: IE [Indo-European] [538] *k(e)i(H?)- set in movement
Etymology: Orig. thematic root-aorist, which was interpreted as imperfect and got incidental present-forms (Schwyzer 747 and 686, Chantraine Gramm. hom. 1, 392f.; diff. Bloch Suppl. Verba 26ff.). - Beside the old root-aorist κί-ε Latin has an old primary to-deriv. in ci-tus quick, prop. *put in movement (con-citus, solli-citus a. o.). As present served im Greek κίνυμαι, κινέω (s. v.), which however was in close connection with σεύω (s. v.). In Latin the innovation ciēre (secondary (ac)-cīre) functioned as present. A "heavy basis" is supposed in μετ-εκίαθε and κίατο ἐκινεῖτο H.; to κια- (*kih₂-e-) the longvocalic κί-νυ-μαι could function as zero grade. - (Not here κίνδαξ s.v.) Cf. Strunk, Nasalpräsentien 88, 100, 114. W.-Hofmann s. cieō, Pok. 538f.

Middle Liddell

κίω, to go, Hom., Aesch.