οἰκετεία: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(1ba)
(c2)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκετεία]], ἡ,<br />the [[household]], Lat. [[familia]], Strab., Luc.
|mdlsjtxt=[[οἰκετεία]], ἡ,<br />the [[household]], Lat. [[familia]], Strab., Luc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qerape⋯a 帖拉胚阿<p>'''詞類次數''':名詞(4)<p>'''原文字根''':溫暖 從 相當於: ([[עֶבֶד]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自([[θεραπεύω]])=服侍);而 ([[θεραπεύω]])出自([[θεράπων]])=僕人), ([[θεράπων]])出自([[θέρος]])=熱,夏), ([[θέρος]])又出自([[θέρος]])X*=加熱)。參讀 ([[θεραπεύω]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(4);太(1);路(2);啓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 保健(1) 啓22:2;<p>2) 家人(1) 路12:42;<p>3) 醫治(1) 路9:11;<p>4) 家裏的人(1) 太24:45
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετεία Medium diacritics: οἰκετεία Low diacritics: οικετεία Capitals: ΟΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: oiketeía Transliteration B: oiketeia Transliteration C: oiketeia Beta Code: oi)ketei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.) :—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.    2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.    3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15· - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῑς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).

Greek Monotonic

οἰκετεία: ἡ, οικογένεια, το σύνολο των μελών της, Λατ. familia, σε Στράβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκετεία: ἡ домашняя прислуга, домочадцы Luc.

Middle Liddell

οἰκετεία, ἡ,
the household, Lat. familia, Strab., Luc.

Chinese

原文音譯:qerape⋯a 帖拉胚阿

詞類次數:名詞(4)

原文字根:溫暖 從 相當於: (עֶבֶד‎)

字義溯源:侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自(θεραπεύω)=服侍);而 (θεραπεύω)出自(θεράπων)=僕人), (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θεραπεύω)同源字

出現次數:總共(4);太(1);路(2);啓(1)

譯字彙編

1) 保健(1) 啓22:2;

2) 家人(1) 路12:42;

3) 醫治(1) 路9:11;

4) 家裏的人(1) 太24:45