Ὀλυμπίασι: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(1ba) |
m (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Olympiasi | |Transliteration B=Olympiasi | ||
|Transliteration C=Olympiasi | |Transliteration C=Olympiasi | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)olumpi/asi | ||
|Definition=Adv., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[Ὀλυμπία]], [[ἡ]] : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of <b class="b3">Ὀλυμπιάς</b>.</span> | |Definition=Adv., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[Ὀλυμπία]], [[ἡ]] : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of <b class="b3">Ὀλυμπιάς</b>.</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 11 February 2019
English (LSJ)
Adv.,
A v. Ὀλυμπία, ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.
Greek Monolingual
ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].
Greek Monotonic
Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπίᾱσι: (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.
Middle Liddell
at Olympia, Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.