πολυμισής: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymisis | |Transliteration C=polymisis | ||
|Beta Code=polumish/s | |Beta Code=polumish/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[much-hating]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A much-hating, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].
Greek Monotonic
πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.
Russian (Dvoretsky)
πολυμῑσής: крайне ненавистный (τέχνη Luc.).