ἀλετρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(nl)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλετρεύω]] (Α) [[ἀλετρίς]]<br />[[αλέθω]].———————— <b>(II)</b><br />[[οργώνω]] με [[αλέτρι]], [[αλετρίζω]], [[οργώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλέτρι]] ή απευθείας από το αρχ. [[ἀροτρεύω]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλετρευτής]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλετρεύω]] (Α) [[ἀλετρίς]]<br />[[αλέθω]].<br /><b>(II)</b><br />[[οργώνω]] με [[αλέτρι]], [[αλετρίζω]], [[οργώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλέτρι]] ή απευθείας από το αρχ. [[ἀροτρεύω]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλετρευτής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλετρεύω Medium diacritics: ἀλετρεύω Low diacritics: αλετρεύω Capitals: ΑΛΕΤΡΕΥΩ
Transliteration A: aletreúō Transliteration B: aletreuō Transliteration C: aletreyo Beta Code: a)letreu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω, Lyc.159, strengthd. from ἀλέω,

   A grind, Od.7.104, Hes.Fr. 264, A.R.4.1095, Babr.129.

German (Pape)

[Seite 93] mahlen, Hom. einmal, Od. 7, 104; übh. zermalmen, Ap. Rh. 4, 1094; Lycophr. 159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλετρεύω: μέλλ. -εύσω, ἐκτεταμένος τύπος ἐκ τοῦ ἀλέω = ἀλέθω, Ὀδ. Η. 104.

French (Bailly abrégé)

moudre.
Étymologie: ἀλέω.

English (Autenrieth)

grind, Od. 7.104†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
moler μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104, cf. Hes.Fr.337, Nonn.D.20.242, χαλκόν A.R.4.1095, πέτραν Lyc.159, πυρόν Babr.129.5 (cj.).

Greek Monolingual

(I)
ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίς
αλέθω.
(II)
οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].

Greek Monotonic

ἀλετρεύω: μέλ. -εύσω (ἀλέω), αλέθω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλετρεύω: молоть, размалывать Hom.

Middle Liddell

ἀλέω
to grind, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλετρεύω ἀλέω malen.