γοῦνα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=goyna
|Transliteration C=goyna
|Beta Code=gou=na
|Beta Code=gou=na
|Definition=γούνων, poet. pl. of <b class="b3">γόνυ</b> (q. v.).
|Definition=γούνων, poet. pl. of [[γόνυ]] (q. v.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:17, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοῦνα Medium diacritics: γοῦνα Low diacritics: γούνα Capitals: ΓΟΥΝΑ
Transliteration A: goûna Transliteration B: gouna Transliteration C: goyna Beta Code: gou=na

English (LSJ)

γούνων, poet. pl. of γόνυ (q. v.).

German (Pape)

[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. plur. de γόνυ.

Spanish (DGE)

v. γόνυ.

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].

Greek Monotonic

γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.

Russian (Dvoretsky)

γοῦνα: γούνων эп. pl. к γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοῦνα -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie γόνυ.