σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:17, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοποιός Medium diacritics: σιτοποιός Low diacritics: σιτοποιός Capitals: ΣΙΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sitopoiós Transliteration B: sitopoios Transliteration C: sitopoios Beta Code: sitopoio/s

English (LSJ)

ον, ἀνάγκη σ. the task

   A of grinding and baking, E.Hec.362.    II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον . . πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32 (iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες σ. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 886] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοποιός: ὁ, ἡ· ― σ. ἀνάγκη, τὸ ἔργον τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ ὀψοποιός (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ μάγειρος, Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀρτοκόπος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui fait du pain ; ὁ σιτοποιός boulanger;
2 qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς ἀνάγκη EUR l’obligation de faire le pain.
Étymologie: σῖτος, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές
2. το αρσ. ως ουσ.σιτοποιός
ο μυλωνάς
3. το θηλ. ως ουσ. σιτοποιός
η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ποιός].

Greek Monotonic

σῑτοποιός: ὁ, ἡ,
I. αυτός που παρασκευάζει ψωμί, αρτοποιός· σιτοποιὸς ἀνάγκη, το έργο της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.
II. ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το σιτάρι στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί, σε Ηρόδ.· γυναῖκες σιτοποιοί, στον ίδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοποιός:
1) касающийся приготовления хлеба или пищи: ἀνάγκη σ. Eur. необходимость готовить пищу;
2) готовящий хлеб или пищу (γυναῖκες Her.).
II ὁ и ἡ хлебопек, пекарь, булочник Her., Thuc., Xen., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοποιός -όν [σῖτος, ποιέω] brood of voedsel bereidend; subst. maler, bakker.

Middle Liddell

σῑτο-ποιός, οῦ, ὁ,
I. ς. ἀνάγκη the task of grinding and baking, Eur.
II. as Subst. one that ground the corn in the handmill, Thuc.; mostly fem. a baking-woman, Hdt.; γυναῖκες ς. Hdt., Thuc.