ἀξιόνικος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aksionikos | |Transliteration C=aksionikos | ||
|Beta Code=a)cio/nikos | |Beta Code=a)cio/nikos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">worthy of victory, worthy of being preferred</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.5.10</span>: c. inf., <b class="b3">-ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος</b> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">worthy of victory, worthy of being preferred</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.5.10</span>: c. inf., <b class="b3">-ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος</b> [[more worthy]] to hold this supremacy, <span class="bibl">Hdt.7.187</span>, cf.<span class="bibl">9.26</span>: Sup., <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>36</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:01, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A worthy of victory, worthy of being preferred, X.Cyr.1.5.10: c. inf., -ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this supremacy, Hdt.7.187, cf.9.26: Sup., Luc. Anach.36.
German (Pape)
[Seite 270] (νίκη), werth zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀθλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, werth vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόνῑκος: -ον, ἄξιος, ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… ἀξιόνικος γενόμενος ἀναγώνιστος διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ κράτος, ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vaincre ; abs. digne de.
Étymologie: ἄξιος, νίκη.
Spanish (DGE)
(ἀξιόνῑκος) -ον
I que merece el triunfo Cratin.73.2Au., τίς γε ἀσκητής X.Cyr.1.5.10, ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.Anach.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4
•c. inf. digno de ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar Hdt.9.26.
II adv. -ως de forma que merece la victoria, Didyma 194.12.
Greek Monolingual
ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀξιόνῑκος: -ον (νίκη), άξιος προς νίκη, σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος, ο περισσότερο άξιος να κρατήσει την εξουσία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόνῑκος:
1) достойный побеждать, победоносный (ἀθλητής Xen.);
2) достойный, заслуживающий (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.).
Middle Liddell
νίκη
worthy of victory, Xen.; c. inf., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this power, Hdt.