σήμερα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σήμερον]] ΝΜΑ, και [[σήμερις]] και σήμερο και [[λόγιος]] τ. [[σήμερον]] Ν, και δωρ. τ. [[σάμερον]] και αττ. τ. [[τήμερον]] και [[τήμερα]] Α<br /><b>επίρρ.</b> αυτή την [[ημέρα]], την παρούσα [[ημέρα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χθεσινή και [[προς]] την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά [[σήμερα]]» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν [[σήμερον]]», ΚΔ<br />γ. «νῡν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα [[σήμερον]]» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[εποχή]] μας («[[σήμερα]] έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ.) το [[σήμερα]]<br />το [[παρόν]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[χθες]], [[δηλαδή]] το [[παρελθόν]], και το [[αύριο]], [[δηλαδή]] το [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σήμερα]] [[οχτώ]] - [[σήμερα]] [[δεκαπέντε]]» — μία ή δύο εβδομάδες [[πριν]] ή [[μετά]] από [[σήμερα]]<br />β) «[[σήμερα]] - [[αύριο]]» — από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], πολύ [[σύντομα]]<br />γ) «[[σήμερα]] είμαστε - [[αύριο]] δεν είμαστε» — η ζωή [[είναι]] πολύ σύντομη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «η [[σήμερον]] [[ημέρα]]» ή, [[απλώς]], «η [[σήμερον]]» — [[σήμερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το χρον. επίρρ. [[σήμερον]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[μόριο]] <i>ke</i>- / <i>ki</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αὔρι</i>-<i>ον</i>). Το [[μόριο]] <i>ke</i>- / <i>ki</i>- [[είναι]] ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (<b>βλ.</b> και λ. [[εκεί]]). Ο τ. [[τήμερον]] [[είναι]] αττ. και αναλογικά [[προς]] αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. [[τῆτες]]. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. [[σήμερα]], [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i>].
|mltxt=[[σήμερον]] ΝΜΑ, και [[σήμερις]] και σήμερο και [[λόγιος]] τ. [[σήμερον]] Ν, και δωρ. τ. [[σάμερον]] και αττ. τ. [[τήμερον]] και [[τήμερα]] Α<br /><b>επίρρ.</b> αυτή την [[ημέρα]], την παρούσα [[ημέρα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χθεσινή και [[προς]] την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά [[σήμερα]]» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν [[σήμερον]]», ΚΔ<br />γ. «νῦν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα [[σήμερον]]» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[εποχή]] μας («[[σήμερα]] έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ.) το [[σήμερα]]<br />το [[παρόν]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[χθες]], [[δηλαδή]] το [[παρελθόν]], και το [[αύριο]], [[δηλαδή]] το [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σήμερα]] [[οχτώ]] - [[σήμερα]] [[δεκαπέντε]]» — μία ή δύο εβδομάδες [[πριν]] ή [[μετά]] από [[σήμερα]]<br />β) «[[σήμερα]] - [[αύριο]]» — από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], πολύ [[σύντομα]]<br />γ) «[[σήμερα]] είμαστε - [[αύριο]] δεν είμαστε» — η ζωή [[είναι]] πολύ σύντομη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «η [[σήμερον]] [[ημέρα]]» ή, [[απλώς]], «η [[σήμερον]]» — [[σήμερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το χρον. επίρρ. [[σήμερον]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[μόριο]] <i>ke</i>- / <i>ki</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αὔρι</i>-<i>ον</i>). Το [[μόριο]] <i>ke</i>- / <i>ki</i>- [[είναι]] ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (<b>βλ.</b> και λ. [[εκεί]]). Ο τ. [[τήμερον]] [[είναι]] αττ. και αναλογικά [[προς]] αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. [[τῆτες]]. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. [[σήμερα]], [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α
επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά σήμερα» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ
γ. «νῦν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα σήμερον» Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. στην εποχή μας («σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)
2. (με ουδ. άρθρ.) το σήμερα
το παρόν, σε αντιδιαστολή προς το χθες, δηλαδή το παρελθόν, και το αύριο, δηλαδή το μέλλον
3. φρ. α) «σήμερα οχτώ - σήμερα δεκαπέντε» — μία ή δύο εβδομάδες πριν ή μετά από σήμερα
β) «σήμερα - αύριο» — από τη μια μέρα στην άλλη, πολύ σύντομα
γ) «σήμερα είμαστε - αύριο δεν είμαστε» — η ζωή είναι πολύ σύντομη
νεοελλ.-μσν.
φρ. «η σήμερον ημέρα» ή, απλώς, «η σήμερον» — σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το χρον. επίρρ. σήμερον έχει σχηματιστεί < ΙΕ μόριο ke- / ki- + ἡμέρα κατά τα ουδ. σε -ον (πρβλ. αὔρι-ον). Το μόριο ke- / ki- είναι ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (βλ. και λ. εκεί). Ο τ. τήμερον είναι αττ. και αναλογικά προς αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. τῆτες. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. σήμερα, κατά τα επιρρ. σε -α].