πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]]
}}
}}

Revision as of 16:01, 9 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.

Greek Monotonic

πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱϋντικός: успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.

Middle Liddell

πρᾱϋντικός, ή, όν
fit for appeasing, Arist. from πραΰνω