ξενηλατώ: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ξενηλατῶ, -έω)<br />[[εκδιώκω]] τους ξένους ή [[απαγορεύω]] την είσοδό τους στη [[χώρα]] («[[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λε</i>-<i>ηλατώ</i>].
|mltxt=(Α ξενηλατῶ, -έω)<br />[[εκδιώκω]] τους ξένους ή [[απαγορεύω]] την είσοδό τους στη [[χώρα]] («[[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[λεηλατώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

(Α ξενηλατῶ, -έω)
εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώραὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλατῶ (< -ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λεηλατώ].