νῶκαρ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(2a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nokar
|Transliteration C=nokar
|Beta Code=nw=kar
|Beta Code=nw=kar
|Definition=ᾰρος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lethargy, coma</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>189</span>, Hsch. ; expld. by <b class="b3">στέρησις τῆς ψυχῆς</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.770</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b2">slothful, sleepy</b>, Suid.</span>
|Definition=ᾰρος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lethargy]], [[coma]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>189</span>, Hsch. ; expld. by <b class="b3">στέρησις τῆς ψυχῆς</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.770</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., [[slothful]], [[sleepy]], Suid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶκαρ Medium diacritics: νῶκαρ Low diacritics: νώκαρ Capitals: ΝΩΚΑΡ
Transliteration A: nō̂kar Transliteration B: nōkar Transliteration C: nokar Beta Code: nw=kar

English (LSJ)

ᾰρος, τό,

   A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch. ; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770.    II as Adj., slothful, sleepy, Suid.

German (Pape)

[Seite 272] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυσκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.

Greek (Liddell-Scott)

νῶκαρ: -ᾰρος, τό, νύσταξις, νωθρότης, Νικ. Θηρ. 189, «νῶκαρ· νύσταξις, νοθεία, κακόσχολος ἔννοια» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀκνηρός, νυσταλέος, δυσκίνητος, Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.

Greek Monolingual

νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- του θ. νεκτών νέκυς-νεκρός. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση της λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ.

Frisk Etymological English

-αρος
Grammatical information: n.
Meaning: lethargy, coma (Nic; Hdn. who explains it as στέρησις τῆς ψυχῆς; it is also translated as νύσταξις); also as adj.
Derivatives: νωκαρώδης slothful, sleepy (Diph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur.133 connects the word with νωχελής, which fits better semantically (the translation Totenschlaf, Frisk, is inspired by a wrong etymology), and denies that it has anything to do with νεκρός, νέκυς. On words in -αρ s. Fur. 134 n. 75.

Frisk Etymology German

νῶκαρ: -αρος
{nō̃kar}
Grammar: n.
Meaning: Todesschlaf
See also: s. νεκρός, νέκυς.
Page 2,331