пышный: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀγλαός]], [[τανύπεπλος]], [[ὑπερήφανος]], [[μεγαλοπρεπής]], [[μεγαλεῖος]], [[δασύς]], [[δασεῖα]], [[δασύ]], [[πυκνόφυλλος]], [[πολυτελής]], [[λιπαρός]], [[ἁβρόπλουτος]], [[ὑπέρκομπος]], [[ἀγήνωρ]], [[ἀγάνωρ]], [[εὐθαλής]], [[νεόπλουτος]], [[τρυφερός]], [[εὔθοινος]], [[κάρπιμος]], [[εὐανθής]], [[εὔδειπνος]], [[μάχλος]], [[ὑπερβεβλημένος]], [[ἁβρός]], [[πάνθοινος]], [[πλουτογηθής]], [[πλουτογαθής]], [[ὀγκηρός]], [[ἐριθηλής]], [[ἁβρότιμος]], [[κλυτός]], [[κλειτός]], [[ἱππόλοφος]], [[σοβαρός]], [[ἀνθηρός]], [[θαλερός]] | |rueltext=[[μεγαλήνωρ]], [[κατάσκιος]], [[ἀγλαός]], [[τανύπεπλος]], [[ὑπερήφανος]], [[μεγαλοπρεπής]], [[μεγαλεῖος]], [[δασύς]], [[δασεῖα]], [[δασύ]], [[πυκνόφυλλος]], [[πολυτελής]], [[λιπαρός]], [[ἁβρόπλουτος]], [[ὑπέρκομπος]], [[ἀγήνωρ]], [[ἀγάνωρ]], [[εὐθαλής]], [[νεόπλουτος]], [[τρυφερός]], [[εὔθοινος]], [[κάρπιμος]], [[εὐανθής]], [[εὔδειπνος]], [[μάχλος]], [[ὑπερβεβλημένος]], [[ἁβρός]], [[πάνθοινος]], [[πλουτογηθής]], [[πλουτογαθής]], [[ὀγκηρός]], [[ἐριθηλής]], [[ἁβρότιμος]], [[κλυτός]], [[κλειτός]], [[ἱππόλοφος]], [[σοβαρός]], [[ἀνθηρός]], [[θαλερός]], [[λαμπρός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 October 2019
Russian > Greek
μεγαλήνωρ, κατάσκιος, ἀγλαός, τανύπεπλος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, μεγαλεῖος, δασύς, δασεῖα, δασύ, πυκνόφυλλος, πολυτελής, λιπαρός, ἁβρόπλουτος, ὑπέρκομπος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, εὐθαλής, νεόπλουτος, τρυφερός, εὔθοινος, κάρπιμος, εὐανθής, εὔδειπνος, μάχλος, ὑπερβεβλημένος, ἁβρός, πάνθοινος, πλουτογηθής, πλουτογαθής, ὀγκηρός, ἐριθηλής, ἁβρότιμος, κλυτός, κλειτός, ἱππόλοφος, σοβαρός, ἀνθηρός, θαλερός, λαμπρός