μονή: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moni | |Transliteration C=moni | ||
|Beta Code=monh/ | |Beta Code=monh/ | ||
|Definition=ἡ, (μένω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, (μένω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[abiding]], [[tarrying]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1129</span>, <span class="bibl"><span class="title">HF</span>957</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>418</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.1.5</span>, etc.; opp. <b class="b3">ἔξοδος</b>, <span class="bibl">Hdt.1.94</span>; opp. <b class="b3">φορά</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span> 437b</span>; opp. <b class="b3">κίνησις</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>205a17</span>; <b class="b3">τὴν μονὴν ποιεῖσθαι</b> make [[delay]], [[tarry]], <span class="bibl">Th.1.131</span>; μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν <span class="bibl">Plb.4.41.4</span>; μ. τις καὶ στάσις τῆς φωνῆς <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.12</span> M.: pl., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>230a20</span>; κινήσεις ἢ μοναί <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>408b18</span>; μονὰς ποιεῖσθαι <span class="bibl">Str.1.3.12</span>; [[persistence]], [[continuance]], τοῦ αἰσθήματος <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>99b36</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[permanence]], τῆς γῆς <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>11.10</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>36</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Gramm., [[preservation]], τοῦ ν <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>50.25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">stopping-place, station</b>, <span class="bibl">Paus.10.31.7</span>; [[apartment]], Ev.Jo.14.2,23; [[quarters]], [[billets]], <span class="title">OGI</span>527.5 (Hierapolis). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[monastery]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>133.1</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[appearance]] in a court of law, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>93.2</span>, <span class="bibl">111.31</span> (iii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ἡ, das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ἡ, das [[Bleiben]], [[Verweilen]]; Eur. Troad. 1129 Herc. Fur. 957; Her. 1, 94; Thuc. 7, 47, μονὴν ποιεῖσθαι, sich aufhalten, 1, 131; ἡ ἐν Τροίᾳ μονὴ τοῦ πλήθους, Plat. Crat. 395 a; Ggstz von [[φορά]], ib. 437 b u. öfter; Xen. An. 5, 1, 5; Sp., μονὴν καὶ στάσιν [[λαβεῖν]], Pol. 4, 41, 4. – Das Kloster, Phot. bibl. 79 b 36, oft. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:16, 29 June 2020
English (LSJ)
ἡ, (μένω)
A abiding, tarrying, E.Tr.1129, HF957, Ar.Av.418 (lyr.), X.An.5.1.5, etc.; opp. ἔξοδος, Hdt.1.94; opp. φορά, Pl.Cra. 437b; opp. κίνησις, Arist.Ph.205a17; τὴν μονὴν ποιεῖσθαι make delay, tarry, Th.1.131; μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν Plb.4.41.4; μ. τις καὶ στάσις τῆς φωνῆς Aristox.Harm.p.12 M.: pl., Arist.Ph.230a20; κινήσεις ἢ μοναί Id.de An.408b18; μονὰς ποιεῖσθαι Str.1.3.12; persistence, continuance, τοῦ αἰσθήματος Arist.APo.99b36. 2 permanence, τῆς γῆς Epicur.Nat.11.10, cf. Dam.Pr.36. 3 Gramm., preservation, τοῦ ν A.D.Pron.50.25. II stopping-place, station, Paus.10.31.7; apartment, Ev.Jo.14.2,23; quarters, billets, OGI527.5 (Hierapolis). 2 monastery, Just.Nov.133.1, etc. III appearance in a court of law, PHib.93.2, 111.31 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, das Bleiben, Verweilen; Eur. Troad. 1129 Herc. Fur. 957; Her. 1, 94; Thuc. 7, 47, μονὴν ποιεῖσθαι, sich aufhalten, 1, 131; ἡ ἐν Τροίᾳ μονὴ τοῦ πλήθους, Plat. Crat. 395 a; Ggstz von φορά, ib. 437 b u. öfter; Xen. An. 5, 1, 5; Sp., μονὴν καὶ στάσιν λαβεῖν, Pol. 4, 41, 4. – Das Kloster, Phot. bibl. 79 b 36, oft.
Greek (Liddell-Scott)
μονή: ἡ, (μένω) τὸ μένειν, παραμένειν, βραδύνειν, διαμένειν, Εὐρ. Τρῳ. 1129, Ἡρ. Μαιν. 957, Ἀριστοφ. Ὄρν. 417, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 5, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ ἔξοδος, Ἡρόδ. 1. 94· τοῦ φορά, Πλάτ. Κρατ. 437Β· τοῦ κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 9, κ. ἀλλ.· μονὴν ποιεῖσθαι, ἀργοπορεῖν, βραδύνειν, Θουκ. 1. 131. 2) παραμονή, συνεχὴς διάρκεια, τοῦ αἰσθήματος Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 4, 12. ΙΙ. τόπος ἔνθα ἵσταταί τις ἢ μένει, σταθμός, Παυσ. 10. 31, 7· τόπος διαμονῆς, κατάλυμα, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιδ΄, 2. ΙΙΙ. = μοναστήριον, Ἀθαν. Ι, 368C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 220C, Παλλαδ. Λαυσ. 1020C, κλ. 2) ὁ μοναστικὸς βίος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1052Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de s’arrêter :
1 halte, séjour;
2 retard, lenteur ; particul. repos, pause;
II. auberge, hôtellerie.
Étymologie: μένω.
English (Strong)
from μένω; a staying, i.e. residence (the act or the place): abode, mansion.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονή)
1. μοναστήρι
2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ)
3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός», Παυσ.)
4. φρ. «αιώνιες μονές» — η μετά θάνατον ζωή («μετέστη εις τας αιωνίους μονάς» — πέθανε
νεοελλ.
1. φωλιά άγριου ζώου, μονιά
2. μουσ. μελωδία πάνω στον ίδιο μουσικό φθόγγο με περισσότερους από έναν χρόνο
νεοελλ.-μσν.
καλύβα για διαμονή ζώου, στάβλος
μσν.
1. λημέρι
2. (για νεκρό) τάφος
3. απόσταση ανάμεσα σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις
4. φρ. α) «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή
β) «μοναί κυρίου» — παράδεισος
γ) «ἀπέρχομαι εἰς τὰς ἐκεῑθεν μονάς» — πεθαίνω
δ) «ποιῶ μονήν» — κατασκηνώνω, διαμένω προσωρινά
αρχ.
1. παραμονή σε έναν τόπο, αργοπορία
(«μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν», Πολύβ.)
2. χρονική διάρκεια («μονὴ αἰσθήματος», Αριστοτ.)
3. μονιμότητα, στερεότητα
4. γραμμ. διατήρηση
5. μοναστικός βίος
6. βεβαίωση ενώπιον δικαστηρίου η οποία κυρίως αφορά την ανάληψη υποχρέωσης από εκείνον που κάνει τη βεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένω. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μου- του θ. μεν- του μένω. Η χρησιμοποίηση της λέξης στους χριστιανικούς χρόνους με σημ. «μοναστήρι» τη συνέδεσε παρετυμολογικά με τους τ. μόνος, μονάζω κ.λπ.].
Greek Monotonic
μονή: ἡ (μένω), διαμονή, κατοικία, αναμονή, παραμονή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μονὴν ποιεῖσθαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, σε Θουκ.· τόπος στάσεως, σταθμός, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μονή: ἡ
1) пребывание на месте: κληρῶσαι τὴν μὲν (μοῖραν) ἐπὶ μονῇ, τὴν δὲ ἐπ᾽ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης Her. бросить жребий которой части остаться и которой выселиться из страны;
2) остановка, задержка (μονὴν ποιεῖσθαι Thuc.): ἐν τῇ μονῇ Xen. во время остановки;
3) покой, неподвижность (κινήσει μ. ἐναντία, sc. ἐστίν Arst.);
4) длительность, затяжка, стойкость (τοῦ αἰσθήματος Arst.);
5) жилище, обитель (ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν NT).
Middle Liddell
μονή, ἡ, μένω
a staying, abiding, tarrying, stay, Hdt., Eur., etc.; μονὴν ποιεῖσθαι to make delay, tarry, Thuc.: a stopping place, station, mansion, NTest.
Chinese
原文音譯:mon» 摩尼
詞類次數:名詞(2)
原文字根:停留
字義溯源:住處,住;源自(μένω)*=住)。主耶穌上去,是為我們預備住處( 約14:2);然後父和子要下來與我們同住( 約14:23)。主耶穌的上去與下來之目的相同,都是為著‘住’;達成這件事的條件:愛他,遵守他的話
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 住處(2) 約14:2; 約14:23