συνεμβαίνω: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synemvaino | |Transliteration C=synemvaino | ||
|Beta Code=sunembai/nw | |Beta Code=sunembai/nw | ||
|Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -βήσομαι <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>729.3</span> (ii B.C.):— | |Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -βήσομαι <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>729.3</span> (ii B.C.):—[[embark together]], τινι [[with]] one, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>15</span>; <b class="b3">συνεμβήσητε</b> (sic) <b class="b3">ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν</b> Pap. in <span class="title">Glotta</span> 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1817.12</span> (i B.C.): metaph., <b class="b3">σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν</b> [[embark with]] one [[upon]] naval power, <span class="bibl">Plb.1.20.7</span>; <b class="b3">εἰς πόλεμον</b> (sc. τινι) <span class="bibl">Id.29.3.8</span>; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί <span class="bibl">Id.16.26.6</span>; <b class="b3">ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ</b>. <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες <span class="title">GDI</span>5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); <b class="b3">σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη</b> [[engage in]] them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 1 July 2020
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι PTeb.729.3 (ii B.C.):—embark together, τινι with one, Luc.Nav.15; συνεμβήσητε (sic) ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν Pap. in Glotta 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον BGU1817.12 (i B.C.): metaph., σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν embark with one upon naval power, Plb.1.20.7; εἰς πόλεμον (sc. τινι) Id.29.3.8; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί Id.16.26.6; ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ. Supp.Epigr.7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες GDI5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη engage in them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.
German (Pape)
[Seite 1014] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν θάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς πλοῖον, ἐμβιβάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, ἐμβαίνω μετά τινος εἰς..., εἰσέρχομαι ἢ κατέρχομαι εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, 6· σ. εἰς ἡρωϊκὰ πάθη, ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.
French (Bailly abrégé)
1 entrer avec qqn dans, s’engager avec qqn dans;
2 s’embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐμβαίνω.
Greek Monolingual
Α ἐμβαίνω
1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον
2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι
β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῡ», Λογγίν.)
3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» — αποπλέω με κάποιον (Πολ.).
Greek Monotonic
συνεμβαίνω: μέλ. -βήσομαι, επιβιβάζομαι, επιβαίνω, μπαίνω μαζί, τινί, με κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνεμβαίνω:
1) вместе выходить, вместе отправляться (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);
2) вместе садиться на корабль (τινί Luc.);
3) досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν ἅμα τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.