τριοττίς: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, necklace with

   A three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933