ἔχιδνα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echidna
|Transliteration C=echidna
|Beta Code=e)/xidna
|Beta Code=e)/xidna
|Definition=ἡ, (ἔχις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[viper]], <span class="bibl">Hdt.3.108</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>771</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>218a</span>, etc.; prob. of a <b class="b2">constrictor snake</b>, Act.Ap.28.3: metaph., of a treacherous wife or friend, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>249</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>531</span>; <b class="b3">ἱματισμένη ἔ</b>., of woman, <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>8</span>; <b class="b3">γεννήματα ἐχιδνῶν</b> brood <b class="b2">of vipers</b>, term of reproach, in <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>3.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pr. n. of a monster, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>297</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 1099</span>.</span>
|Definition=ἡ, (ἔχις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[viper]], <span class="bibl">Hdt.3.108</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>771</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>218a</span>, etc.; prob. of a [[constrictor snake]], Act.Ap.28.3: metaph., of a treacherous wife or friend, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>249</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>531</span>; <b class="b3">ἱματισμένη ἔ</b>., of woman, <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>8</span>; <b class="b3">γεννήματα ἐχιδνῶν</b> brood [[of vipers]], term of reproach, in <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>3.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pr. n. of a monster, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>297</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 1099</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:17, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχιδνα Medium diacritics: ἔχιδνα Low diacritics: έχιδνα Capitals: ΕΧΙΔΝΑ
Transliteration A: échidna Transliteration B: echidna Transliteration C: echidna Beta Code: e)/xidna

English (LSJ)

ἡ, (ἔχις)

   A viper, Hdt.3.108, S.Tr.771, Pl.Smp.218a, etc.; prob. of a constrictor snake, Act.Ap.28.3: metaph., of a treacherous wife or friend, A.Ch.249, S.Ant.531; ἱματισμένη ἔ., of woman, Secund.Sent.8; γεννήματα ἐχιδνῶν brood of vipers, term of reproach, in Ev.Matt.3.7.    II pr. n. of a monster, Hes.Th.297, S.Tr. 1099.

German (Pape)

[Seite 1126] ἡ, die Natter, Otter (vgl. ἔχις); Aesch. Ch. 988 Suppl. 873, von der Klytämnestra Ch. 247; Soph. u. A.; Plat. Conv. 218 a. Vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχιδνα: ἡ, (ἔχις) ὡς καὶ νῦν, ἡ «ὀχιὰ» ἢ «ὄχεντρα», Ἡρόδ. 3. 108, Τραγ., Πλάτ. Σοφιστ. 218Α, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἀπίστου συζύγου ἢ φίλου, Αἰσχύλ. Χο. 249, Σοφ. Ἀντ. 531. ΙΙ. ἀρχαιότερον, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 297. 301, μόνον ὡς κύριον ὄνομα τέρατός τινος, ὅπερ ἦν θυγάτηρ τῆς Καλιρρόης: ἡ δ’ ἔτεκ’ ἄλλο πέλωρον... θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν, ἥμισυ μὲν νύμφην... ἥμισυ δ’ αὖτε πέλωρον ὄφιν κτλ., Βακχυλ. 5. 62 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vipère, animal.
Étymologie: ἔχις.

English (Strong)

of uncertain origin; an adder or other poisonous snake (literally or figuratively): viper.

English (Thayer)

ἐχιδνης, ἡ, a viper: Hesiod, Herodotus, Tragg., Aristophanes, Plato, others); γεννήματα ἐχιδνῶν offspring of vipers (anguigenae, Ovid, metam. 3,531), addressed to cunning, malignant, wicked men: Luke 3:7.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή)
οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών της οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους
νεοελλ.-μσν.
μτφ. για πρόσ. κακεντρεχής και δόλιος
αρχ.
1. μτφ. άπιστη σύζυγος ή άπιστος φίλος ή πονηρή γυναίκα (α. «θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», Αισχύλ.
β. «γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ)
3. ως κύρ. όν. Ἔχιδνα
χθόνιο τέρας («δεινῆς Ἐχίδνης θρέμμα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του έχιδνος + επίθημα -ya, παράγωγο και πιο συνηθισμένος τ. του αρχ. έχις «έχιδνα, φίδι», ο οποίος συνδέεται με τη λ. όφις (βλ. φίδι) και αποτελεί τον αρχικό τ. της λ. εχίνος «σκαντζόχοιρος». Το νεοελλ. οχιά προέρχεται από το αρχ. έχις υπό την επίδραση του τ. όφις, ενώ το όχεντρα < μσν. έχεντρα με την επίδραση της λ. όφις και κατάληξη -εντρα κατά το σκολόπεντρα < αρχ. έχιδνα.
ΠΑΡ. αρχ. εχιδναίος, εχιδνήεις
νεοελλ.
εχιδνίδαι, εχιδνισμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. εχιδνοειδής, εχιδνοκέφαλος, εχιδνόκομος, εχιδνοφαγία, εχιδνοχαρής
αρχ.-μσν.
εχιδνώδης
μσν.
εχιδνολογώ, εχιδνότοκος].

Greek Monotonic

ἔχιδνα: ἡ (ἔχις), οχιά, έχιδνα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άπιστη σύζυγο ή ύπουλο φίλο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔχιδνα:
1) змея, гадюка Aesch., Her. etc.: γεννήματα ἐχιδνῶν NT змеиное отродье;
2) перен. змея, злая и коварная женщина Aesch., Soph.

Frisk Etymological English

See also: s. ἔχις.

Middle Liddell

ἔχιδνα, ἡ, ἔχις
an adder, viper, Hdt., Trag., etc.; metaph. of a treacherous wife or friend, Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

ἔχιδνα: {ékhidna}
Grammar: f.
Meaning: Viper, Otter
See also: s. ἔχις.
Page 1,601

Chinese

原文音譯:œcidna 誒希得那
詞類次數:名詞(5)
原文字根:毒蛇
字義溯源:一種大毒蛇^,菲洲毒蛇,毒蛇
出現次數:總共(5);太(3);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 毒蛇的(4) 太3:7; 太12:34; 太23:33; 路3:7;
2) 一條毒蛇(1) 徒28:3