ἡμερόω: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imeroo | |Transliteration C=imeroo | ||
|Beta Code=h(mero/w | |Beta Code=h(mero/w | ||
|Definition=(ἥμερος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=([[ἥμερος]]) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[tame]], [[make tame]], </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> prop. of wild beasts, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a29</span> (Pass.), <span class="title">Gp.</span>16.21.2; but simply, to [[be pacified]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>493b</span> (Pass.); δώροις <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>906d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of plants and trees, [[reclaim]], [[cultivate]], ἡ. ἐξ ἀγρίων Hp.Aër.12, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.14.1</span>, <span class="bibl">5.15.6</span>; also of land, <span class="bibl">Crates Com.55</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of countries, [[clear]] them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).57</span>; χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>14</span>; or to [[cultivate]] them, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.15.6</span>,al. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> of men also, [[civilize]], [[humanize]], λόγῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>554d</span>; ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ib.<span class="bibl">442a</span>; δίκη πάντα ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>937e</span>; τὸ θυμούμενον <span class="bibl">Eus.Mynd.1</span>:— Pass., ὑπὸ παιδείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>935a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> [[tame by conquest]], [[subdue]], ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν <span class="bibl">Hdt.7.5</span>:—Med., πᾶν ἔθνος ἡμερούμενος βασιλέϊ <span class="bibl">Id.5.2</span>, cf. <span class="bibl">4.118</span>:—Pass., [[πόθεν σου ὁ ὀφθαλμὸς ἡμέρωται]]; = [[whence]] that [[crest-fallen]] [[look]]? <span class="title">Mim.Oxy.</span>413.153.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:32, 29 June 2020
English (LSJ)
(ἥμερος)
A tame, make tame, 1 prop. of wild beasts, Arist.HA488a29 (Pass.), Gp.16.21.2; but simply, to be pacified, Pl. R.493b (Pass.); δώροις Id.Lg.906d. 2 of plants and trees, reclaim, cultivate, ἡ. ἐξ ἀγρίων Hp.Aër.12, cf. Thphr.CP2.14.1, 5.15.6; also of land, Crates Com.55. 3 of countries, clear them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις Pi.I.4(3).57; χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην A.Eu.14; or to cultivate them, Thphr.CP5.15.6,al. 4 of men also, civilize, humanize, λόγῳ Pl.R.554d; ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ib.442a; δίκη πάντα ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα Id.Lg.937e; τὸ θυμούμενον Eus.Mynd.1:— Pass., ὑπὸ παιδείας Pl.Lg.935a. b tame by conquest, subdue, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Hdt.7.5:—Med., πᾶν ἔθνος ἡμερούμενος βασιλέϊ Id.5.2, cf. 4.118:—Pass., πόθεν σου ὁ ὀφθαλμὸς ἡμέρωται; = whence that crest-fallen look? Mim.Oxy.413.153.
German (Pape)
[Seite 1166] zahm machen, zähmen; von Thieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ θρέμμα Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Uebertr., ein Land von wilden Thieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείθων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, δίκη πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνθρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch ἔθνος τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόω: μέλλ. -ώσω. (ἥμερος) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) κυρίως ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, καθαρίζω ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ Ἡρακλῆς καί ὁ Θησεύς, ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, μεταδίδω τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων ὡσαύτως, πραΰνω, ἀντίθ. τῷ ἀγριαίνω, λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ αὐτόθι 442 Α· καί εν τῷ παθ., αὐτόθι 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας αὐτόθι 935 Α. β) ὡσαύτως, ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, ὑποτάσσω, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν ἔθνος ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
adoucir une nature sauvage :
1 apprivoiser;
2 purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;
3 civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;
Moy. ἡμερόομαι-οῦμαι se concilier, subjuguer, acc..
Étymologie: ἥμερος.
English (Slater)
ἡμερόω (ἁμερ- codd., v. Forssman, 41ff.)
1 pacify πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: καθάρας ἀπὸ λῃστῶν καὶ θηρίων. Σ.) (I. 4.57), cf. Wil. on Eur., Her. 20.
Greek Monotonic
ἡμερόω: μέλ. -ώσω (ἥμερος),
1. εξημερώνω, τιθασεύω, για άγρια θηρία, σε Πλάτ.
2. λέγεται επίσης για χώρες, τις καθαρίζω (τις καθιστώ ασφαλείς) από τους ληστές και τα άγρια ζώα, όπως έκαναν ο Ηρακλής και ο Θησέας, σε Πίνδ., Αισχύλ.· επίσης, εξημερώνω μέσω κατάκτησης, υποτάσσω, σε Ηρόδ.
3. χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, εξευγενίζω, εκπολιτίζω, εξευμενίζω, μεταδίδω πολιτισμό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερόω:
1) делать ручным, приручать, укрощать (θρέμματα φωναῖς Plat.);
2) приводить в порядок, делать благоустроенным (πορθμόν Pind.; χθόνα ἀνήμερον Aesch.);
3) смягчать, облагораживать (πάντα τὰ ἀνθρώπινα Plat.; τοῖς ἀνθρωπίνοις παραδείγμασί τινα Plut.);
4) делать культурным (τὰ φυτά Arst.);
5) тж. med. смирять, покорять, подчинять (πᾶν ἔθνος τινί Her.; τὴν Κελτικήν Plut.).
Middle Liddell
ἡμερόω, fut. -ώσω ἥμερος
1. to tame, make tame, of wild beasts, Plat.
2. of countries, to clear them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, Pind., Aesch.:—also, to tame by conquest, subdue, Hdt.
3. of men also, to soften, civilise, Plat.