θεόθυτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, | |lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>]. | |mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (θύω)
A offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.
Greek (Liddell-Scott)
θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
Greek Monolingual
θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί-θυτος, πάν-θυτος].