εὐπρεπής: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efprepis | |Transliteration C=efprepis | ||
|Beta Code=eu)preph/s | |Beta Code=eu)preph/s | ||
|Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[well-looking]], [[comely]], of outward appearance, σχῆμα -έστατον <span class="bibl">Hdt.1.60</span>, cf.<span class="bibl">2.37</span>; [<b class="b3">κόσμος] εὐ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>833</span>; <b class="b3">εὐ. ἰδεῖν</b> [[fair]] to look on, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>192</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.22</span>; εἶδος -εστάτη <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>269</span> (v.l. [[ἐκπρ-]]) ; τὴν ὄψιν <span class="bibl">D.40.27</span>; κοσμοῦντες… οἰκοδομήμασιν -έστερα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>761c</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[decent]], [[seemly]], <b class="b3">ἄνδρα δ' -έστερον</b> (sc. <b class="b3">ἐξελθεῖν ἐστι</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>664</span>, etc.; οὐ γὰρ εὐ. λέγειν <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1145</span>; λόγος ἐμοὶ οὐκ -έστερος λέγεσθαι <span class="bibl">Hdt.2.47</span>; <b class="b3">νόσημα ῥηθῆναι οὐκ εὐ</b>. <span class="bibl">Isoc.12.267</span>; <b class="b3">τελευτὴ -εστάτη</b> a [[most glorious]] end, <span class="bibl">Th.2.44</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[specious]], [[plausible]], opp. <b class="b3">ἀληθής</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>951</span>; σκῆψις -εστάτη <span class="bibl">Hdt.3.72</span>; εὐ. αἰτία <span class="bibl">Th.6.76</span>; <b class="b3">εὐ. δειλία</b> cowardice [[veiled under a fine name]], <span class="bibl">Id.3.82</span>; <b class="b3">μετ' ὀνόματος εὐ</b>. ibid.; ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ <span class="bibl">Id.4.86</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ εὐ</b>. [[in pretence]], <span class="bibl">Id.7.57</span>; <b class="b3">τὸ εὐ. τοῦ λόγου</b>, = [[εὐπρέπεια]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Id.3.38</span>,<span class="bibl">44</span>; εὐ. ἦν πρὸς τοὺς πλείους <span class="bibl">Id.8.66</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -<b class="b3">πῶς</b>, Ion. -πέως, οὐκ ἔχειν -έως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν <span class="bibl">Hdt.7.220</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>616</span>, etc.; [[with a good pretext]], <span class="bibl">Th.6.6</span>: Comp. -πέστερον <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>841</span>; -<b class="b3">πεστέρως</b> <span class="title">Gloss.</span>: Sup. -πέστατα <span class="bibl">Th.8.109</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A well-looking, comely, of outward appearance, σχῆμα -έστατον Hdt.1.60, cf.2.37; [κόσμος] εὐ. A.Pers.833; εὐ. ἰδεῖν fair to look on, Ar.Th.192, X.Mem.2.1.22; εἶδος -εστάτη E.Hec.269 (v.l. ἐκπρ-) ; τὴν ὄψιν D.40.27; κοσμοῦντες… οἰκοδομήμασιν -έστερα Pl.Lg.761c. 2 decent, seemly, ἄνδρα δ' -έστερον (sc. ἐξελθεῖν ἐστι) A.Ch.664, etc.; οὐ γὰρ εὐ. λέγειν E.Or.1145; λόγος ἐμοὶ οὐκ -έστερος λέγεσθαι Hdt.2.47; νόσημα ῥηθῆναι οὐκ εὐ. Isoc.12.267; τελευτὴ -εστάτη a most glorious end, Th.2.44. 3 specious, plausible, opp. ἀληθής, E.Tr.951; σκῆψις -εστάτη Hdt.3.72; εὐ. αἰτία Th.6.76; εὐ. δειλία cowardice veiled under a fine name, Id.3.82; μετ' ὀνόματος εὐ. ibid.; ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Id.4.86; ἐκ τοῦ εὐ. in pretence, Id.7.57; τὸ εὐ. τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια 11, Id.3.38,44; εὐ. ἦν πρὸς τοὺς πλείους Id.8.66. II Adv. -πῶς, Ion. -πέως, οὐκ ἔχειν -έως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν Hdt.7.220, cf. A.Ag.616, etc.; with a good pretext, Th.6.6: Comp. -πέστερον E.Rh.841; -πεστέρως Gloss.: Sup. -πέστατα Th.8.109.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων καλὸν ἐξωτερικόν, καλός, εὔσχημος, σχῆμα εὐπρεπέστατον Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 2. 37· κόσμος εὐπρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 833· εὐπρεπὴς ἰδεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· εἶδος εὐπρεπὴς Εὐρ. Ἐκ. 269· τὴν ὄψιν Δημ. 1016. 24· κοσμεῖν… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Πλάτ. Νόμ. 761C. 2) ἀρμόζων, πρέπων, ἁρμόδιος, ἄνδρα δ’ εὐπρεπέστερον (δηλ. ἐξελθεῖν ἐστι) Αἰσχύλ. Χο. 664, κτλ.· οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 1145· λόγος ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Ἡρόδ. 2. 47· νόσημα οὐκ εὐπρ. Ἰσοκρ. 289Α· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ἐνδοξότατον τέλος, Θουκ. 2. 44. 3) ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον εὐπρεπής, ἀντίθετον τῷ ἀληθής, Εὐρ. Τρῳ. 951· σκῆψις εὐπρεπεστάτη Ἡρόδ. 3. 72· εὐπρ. αἰτία Θουκ. 6. 76· εὐπρ. δειλία, ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀρετῆς, ὑπὸ καλὸν ὄνομα 3. 82· μετ’ ὀνόματος εὐπρεποῦς αὐτόθι· ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ 4. 86· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, ἐπὶ προφάσει, 7. 57· τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια (ΙΙ, 3), 38. 44· εὐπρ. ἦν πρὸς τοὺς πολλοὺς 8. 66. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πῶς, Ἰων. -πέως, Ἡρόδ. 7. 220, Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, κτλ. - Συγκρ. -πέστερον, Εὐρ. Ρῆσ. 841· Ὑπερθ. -πέστατα Θουκ. 8. 109.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. de belle apparence, convenable, décent;
II. p. suite
1 qui a l’air noble, beau, distingué ; fig. beau, glorieux;
2 spécieux, plausible : εὐπρεπὴς δειλία THC lâcheté dissimulée sous un beau nom ; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς THC pour la forme;
Cp. εὐπρεπέστερος, Sp. εὐπρεπέστατος.
Étymologie: εὖ, πρέπω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)
1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος
2. ευγενικός, κόσμιος
μσν.
μεγαλοπρεπής, λαμπρός
αρχ.
1. ένδοξος, επιφανής
2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός
3. φρ. α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῡς» — με το πρόσχημα, με την πρόφαση
β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η ευπρέπεια.
επίρρ...
ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)
με τρόπο ευπρεπή, κόσμια
αρχ.
κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, αρχαιο-πρεπής].
Greek Monotonic
εὐπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. 1. όμορφος, καλός, κομψός, χαριτωμένος, λέγεται για εξωτερική εμφάνιση, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. ἰδεῖν, όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· εἶδος εὐπρεπής, σε Ευρ.
2. καλαίσθητος, κόσμιος, ευπρεπής, ταιριαστός, κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, προσήκων, αρμόδιος, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ενδοξότατο τέλος, σε Θουκ.
3. απατηλός, κατ' επίφαση ορθός, αληθοφανής, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, υπό το πρόσχημα, με την πρόφαση, στον ίδ.
II. επίρρ. -πῶς, Ιων. -πέως, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -πέστερον, σε Ευρ.· υπερθ. -πέστατα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρεπής:
1) красивый, изящный (κόσμος Aesch.; σχῆμα Her.; ἐσθής Arst.): εὐ. (τὸ) εἶδος Eur., Arst., Plut. и εὐ. ἰδεῖν Arph., Xen. красивой наружности, прекрасный;
2) благопристойный, подходящий (λόγος Her.): οὐκ εὐπρεπές λέγειν Eur. не годится упоминать (об этом); ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους Thuc. это понравилось большинству;
3) славный (ἀνήρ Aesch.; τελευτή Thuc.);
4) приводимый для видимости, благовидный (αἰτία Thuc., Plut.; εὐ. μέν, ἀληθὴς δ᾽ οὔ Luc.): ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς Thuc. для видимости; σκῆψις εὐπρεπεστάτη Her. весьма удобный предлог;
5) прикрытый благовидным предлогом, замаскированный (δειλία Thuc.): ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Thuc. путем скрытого обмана.
Middle Liddell
εὐ-πρεπής, ές πρέπω
I. well-looking, goodly, comely, of outward appearance, Hdt., attic; εὐπρ. ἰδεῖν fair to look on, Xen.; εἶδος εὐπρεπής Eur.
2. decent, seemly, fitting, becoming, Hdt., Aesch., Eur.; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Thuc.
3. specious, plausible, Hdt., Thuc.; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς in pretence, Thuc.
II. adv. -πῶς, ionic πέως, Hdt., Aesch., etc.; comp. -πέστερον, Eur.; Sup. -πέστατα, Thuc.