συμπεφορημένος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympeforimenos | |Transliteration C=sympeforimenos | ||
|Beta Code=sumpeforhme/nos | |Beta Code=sumpeforhme/nos | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[closely pressed together]], Gloss. Adv. <b class="b3">-ως</b> [[eclectically]], σ. γέγραφε <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>41</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 23:30, 11 December 2020
English (LSJ)
A closely pressed together, Gloss. Adv. -ως eclectically, σ. γέγραφε Thphr.Fr.41.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].