ὁμοιοκαταληξία: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiokataliksia | |Transliteration C=omoiokataliksia | ||
|Beta Code=o(moiokatalhci/a | |Beta Code=o(moiokatalhci/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[similarity of termination]], <span class="bibl">Eust.1399.55</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:45, 13 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A similarity of termination, Eust.1399.55.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, der ähnliche Ausgang, gleiche Endung, Reim, Eust. Od. 1399, 55.
Greek Monolingual
η (Μ ὁμοιοκαταληξία) ομοιοκατάληκτος
1. ομοιότητα στην κατάληξη
2. (μετρ.) επανάληψη της ίδιας κατάληξης στις τονιζόμενες συλλαβές της τελευταίας λέξης δύο ή περισσότερων στίχων, ρίμα.