πορνοτελώνης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνοτελώνης''': -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ [[τελώνης]] τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν [[τέλος]], Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ [[τελώνης]] τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν [[τέλος]] [[ὄνομα]] τῶν εἰσπραττόντων φόρους, [[Πολυδ]]. Θ΄, 29.
|lstext='''πορνοτελώνης''': -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ [[τελώνης]] τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν [[τέλος]], Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ [[τελώνης]] τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν [[τέλος]] [[ὄνομα]] τῶν εἰσπραττόντων φόρους, Πολυδ. Θ΄, 29.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα)<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν [[τέλος]]<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[προσωνυμία]] τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> [[τελώνης]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα)<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν [[τέλος]]<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[προσωνυμία]] τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> [[τελώνης]].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοτελώνης Medium diacritics: πορνοτελώνης Low diacritics: πορνοτελώνης Capitals: ΠΟΡΝΟΤΕΛΩΝΗΣ
Transliteration A: pornotelṓnēs Transliteration B: pornotelōnēs Transliteration C: pornotelonis Beta Code: pornotelw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, at Athens,

   A farmer of the πορνικὸν τέλος, Philonid.5: nickname for tax-gatherers, Poll.9.29.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, in Athen derjenige, der vom Rathe die Hurensteuer, πορνικὸν τέλος, gepachtet hatte, Philonids. com. Poll. 9, 29; Böckh's Staatshaush. I p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοτελώνης: -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ τελώνης τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν τέλος, Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ τελώνης τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν τέλος ὄνομα τῶν εἰσπραττόντων φόρους, Πολυδ. Θ΄, 29.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα)
1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος
2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης.