λοιπόν: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... [[κλινήρης]]», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως [[επιφώνημα]] ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («[[λοιπόν]], πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως [[συμπερασματικός]] [[σύνδεσμος]]) γι' αυτό, κι [[έτσι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> στο [[εξής]], [[έπειτα]] («ὁ καιρὸς [[συνεσταλμένος]] τὸ [[λοιπόν]] ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ως εκ τούτου, [[τότε]] («λοιπὸν [[ἀνάγκη]] συγχωρεῑν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις [[εἶναι]] ψευδεῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτέλους, τελοσπάντων («[[λοιπόν]], ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[λοιπόν]] του επιθ. [[λοιπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> επιρρμ. [[χρήση]] του επιθ. <i>πιθανόν</i>)].
|mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... [[κλινήρης]]», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως [[επιφώνημα]] ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («[[λοιπόν]], πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως [[συμπερασματικός]] [[σύνδεσμος]]) γι' αυτό, κι [[έτσι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> στο [[εξής]], [[έπειτα]] («ὁ καιρὸς [[συνεσταλμένος]] τὸ [[λοιπόν]] ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ως εκ τούτου, [[τότε]] («λοιπὸν [[ἀνάγκη]] συγχωρεῖν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις [[εἶναι]] ψευδεῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτέλους, τελοσπάντων («[[λοιπόν]], ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[λοιπόν]] του επιθ. [[λοιπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> επιρρμ. [[χρήση]] του επιθ. <i>πιθανόν</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:30, 26 March 2021

English (Strong)

neuter singular of the same as λοιποί; something remaining (adverbially): besides, finally, furthermore, (from) henceforth, moreover, now, + it remaineth, then.

Greek Monolingual

(AM λοιπόν, Μ και λοιπός)
(άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... κλινήρης», Μηναί.)
νεοελλ.-μσν.
(ως επιφώνημα ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («λοιπόν, πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)
μσν.
(ως συμπερασματικός σύνδεσμος) γι' αυτό, κι έτσι
μσν.-αρχ.
(ως επίρρ.)
1. στο εξής, έπειτα («ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)
2. ως εκ τούτου, τότε («λοιπὸν ἀνάγκη συγχωρεῖν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις εἶναι ψευδεῑς», Πολ.)
3. επιτέλους, τελοσπάντων («λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. λοιπόν του επιθ. λοιπός (πρβλ. επιρρμ. χρήση του επιθ. πιθανόν)].

Russian (Dvoretsky)

λοιπόν:
I τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.
II (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.
1) наконец, кроме того, к тому же Plat.;
2) в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;
3) все еще NT;
4) впрочем NT;
5) вслед за этим, затем NT;
6) в конце концов NT.

English (Woodhouse)

(see also: λοιπός) for the rest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)