καταβολή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβολή''': ἡ, τὸ [[ῥίψιμον]], [[κατάθεσις]], σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, [[ἀρχή]], Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ [[ἀργύριον]] ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην ([[χάριν]] ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. [[καταβάλλω]] ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ [[περίοδος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καταβολή]]· [[θυσία]], [[τελετή]]». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, [[παροξυσμός]], Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε ([[ἔνθα]] [[κατηβολή]])· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· [[ὡσαύτως]] [[καταρράκτης]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], [[θεοπνευστία]], [[Πολυδ]]. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου [[κατηβολή]], [[ὅστις]] ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699.
|lstext='''καταβολή''': ἡ, τὸ [[ῥίψιμον]], [[κατάθεσις]], σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, [[ἀρχή]], Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ [[ἀργύριον]] ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην ([[χάριν]] ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. [[καταβάλλω]] ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ [[περίοδος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καταβολή]]· [[θυσία]], [[τελετή]]». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, [[παροξυσμός]], Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε ([[ἔνθα]] [[κατηβολή]])· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· [[ὡσαύτως]] [[καταρράκτης]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], [[θεοπνευστία]], Πολυδ. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου [[κατηβολή]], [[ὅστις]] ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβολή Medium diacritics: καταβολή Low diacritics: καταβολή Capitals: ΚΑΤΑΒΟΛΗ
Transliteration A: katabolḗ Transliteration B: katabolē Transliteration C: katavoli Beta Code: katabolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A throwing down: hence, sowing, Corp.Herm.9.6; esp. of begetting, κ. σπέρματος, σπερμάτων, Philol.13, Luc.Am.19, cf. Ep.Hebr.11.11, Arr.Epict.1.13.3; ἡ Ῥωμύλου σπορὰ καὶ κ. Plu.2.320b.    b congenital defect, ἀπὸ ξυγγενικῆς αἰτίας καὶ κ. Plu.Tim.37.    c Astrol., nativity, ἡ ἐξ ἀρχῆς κ. Vett.Val.220.29, al.    2 paying down, esp. by instalments, καταβάλλειν τὰς κ. D.59.27; τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει paid money as a deposit (by way of caution), Docum.ib.37.22, cf.IG12(7).515.26 (Amorgos, ii B. C.), UPZ112v12 (pl., ii B. C.), etc.; ἔχειν τῆς γῆς… καταβολήν liability for rent, PEleph. 23.17 (iii B. C.): pl., instalments, PLips.12.17 (iii A. D.), etc.    II laying of a foundation: hence, building, structure, LXX2 Ma.2.29; τῆς ἀρχιτεκτονίας Bito 49.2; ἔργου J.AJ12.2.9: but usu. metaph.,    1 foundation, beginning, ἱερῶν ἀγώνων Pi.N.2.4; τῆς περιόδου Arist.Mete.352b15; κ. ἐποιεῖτο καὶ θεμέλιον ὑπεβάλλετο τυραννίδος Plb.13.6.2; κ. κόσμου Ev.Matt.13.35,Ep.Eph.1.4; κ.κοσμική Cat.Cod.Astr.8(3).138 (Thessal.); ἡ πρώτη κ. τῆς φιλοσόφου θεωρίας Procl. in Alc.Praef.p.8C.; ἐκ καταβολῆς from the foundations: hence, anew, σκάφη ἐκ κ. ἐναυπηγοῦντο, of fresh construction, Plb.1.36.8; ἐκ κ. πλάττων, of pure invention, Id.15.25.35: hence, of set purpose, deliberately, Id.1.47.7, 24.8.9.    2 = θυσία, τελετή, Hsch., cf. κατηβολή.    III periodical attack of illness, fit, τῆς ἀσθενείας Pl.Grg.519a, cf. κατηβολή; πυρετοῦ D.9.29, Ph.1.399, 2.563, cf. Aristid.Or.50(26).59, Id.2.166J.; trance, Poll.1.16; cf. Lat. catabolicus.    IV detraction, abuse, Phld.Rh.2.56S.: pl., Ph.2.571 codd.    V perh. outer wrapper (cf. κατάβλημα 11.4) of a bandage, Hp.Off.9.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, 1) das Niederlegen, Gründen, Schaffen; ἀνθρώπων Plut. aqu. et ign. 2; κόσμου N. T. u. a. Sp.; καταβολὴν ποιεῖσθαι, den Grund legen, anfangen; übertr., τυραννίδος Pol. 13, 6, 2. Daher ἐκ καταβολῆς ναυπηγεῖν, neben ἐπισκευάζειν σκάφη, von Grund aus neue Schiffe bauen, Pol. 1, 36, 8; D. Sic. 12, 32; ähnlich ἐκ καταβολῆς κατηγορεῖν Pol. 26, 1, 9; τῆς αὐτῆς καταβολῆς γεγονέναι, dieselbe Abstammung haben, Arr. Epict. 1, 13, 3. – 2) πυρετοῦ, Fieberanfall, Dem. 9, 29; ἡ κατ. τῆς ἀσθενείας Plat. Gorg. 519 a; Hipp. min. 372 e; Harpocr. führt diese Bdtg auf die folgde zurück. Auch eine Augenkrankheit, Plut. Timol. 37, gew. Katarakt genannt. Auch θεοῦ, göttliche Begeisterung, Poll. 1, 16. – 3) das Erlegen, Bezahlen, eine in bestimmten Terminen zu zahlende Geldsumme; τῶν τελῶν Dem. 24, 98; im Gesetz 37, 22 heißt es τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει τοῦ μετάλλου, trug dem Staate eine bestimmte Abgabe; τὰς καταβολὰς καταβάλλειν εἰς τὸ βουλευτήριον κατὰ πρυτανείαν 59, 27

Greek (Liddell-Scott)

καταβολή: ἡ, τὸ ῥίψιμον, κατάθεσις, σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, ἀρχή, Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, πάλιν, Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ ἀργύριον ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην (χάριν ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. καταβάλλω ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ περίοδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καταβολή· θυσία, τελετή». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, παροξυσμός, Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε (ἔνθα κατηβολή)· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· ὡσαύτως καταρράκτης ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, θεία ἔμπνευσις, θεοπνευστία, Πολυδ. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου κατηβολή, ὅστις ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 action de jeter les fondements ; fondement, fondation, principe, commencement;
2 dépôt d’une somme d’argent, paiement ; particul. caution;
II. 1 la cataracte, maladie des yeux;
2 attaque ou accès d’une maladie.
Étymologie: καταβάλλω.

English (Strong)

from καταβάλλω; a deposition, i.e. founding; figuratively, conception: conceive, foundation.

English (Thayer)

καταβολῆς, ἡ (καταβάλλω, which see);
1. a throwing or laying down: τοῦ σπέρματος (namely, εἰς τήν μήτραν), the injection or depositing of the virile semen in the womb, Lucian, amor. 19; Galen, aphorism. iv. § 1; of the seed of animals and plants, Philo de opif. mund. §§ 22,45; σπέρματα τά εἰς γῆν ἤ μήτραν καταβαλλομενα, Antoninus 4,36; accordingly many interpret the words Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολήν σπέρματος ἔλαβε in καταβάλλειν τό σπέρμα, not to the female, this interpretation cannot stand (according to the reading of WH marginal reading αὐτῇ Σάρρα, Abr. remains the subjunctive of ἔλαβεν; but see 2below)); cf. Bleek (and, on the other side, Kurtz) at the passage
2. a founding (laying down a foundation): εἰς καταβολήν σπέρματος, to found a posterity, πυραννιδος, Polybius 13,6, 2; ἅμα τῇ πρώτη καταβολή τῶν ἀνθρώπων, Plato, aquae et ignis comp. C. 2). ἀπό καταβολῆς κόσμου, from the foundation of the world: L T Tr WH omit κόσμου); πρό καταβολῆς κόσμου, 1 Peter 1:20.

Greek Monolingual

η (AM καταβολή) καταβάλλω
1. κατάθεση, τοποθέτηση
2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού
3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»
ΚΔ)
νεοελλ.
1. αδυναμία του οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα νοσήματα
2. (νομ.) ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ικανοποιείται ο δανειστής λαμβάνοντας αυτό που του χρωστά ο οφειλέτης
3. στοιχεία και χαρακτηριστικοί τρόποι που μεταβιβάζονται κληρονομικά («έχει καλές καταβολές»)
μσν.-αρχ.
το να καταβάλεις κάποιον, να τον ρίξεις κάτω
αρχ.
1. η σπορά
2. θεμελίωση, ίδρυση
3. οικοδομή, οικοδόμημα
4. το εξωτερικό περιτύλιγμα σε επίδεσμο
5. πληρωμή ή εξόφληση με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα
6. κατηγορία, συκοφαντία
7. (κατά τον Ησύχ.) θυσία, τελετή
8. φρ. α) αστρολ. «καταβολὴ τῆς περιόδου» — τακτική περίοδος
β) «καταβολὴ σπερμάτων» — η ρεύση του ανδρικού σπέρματος, εκσπερμάτωση
γ) «καταβολὴ τῆς ἀσθενείας» ή «τοῦ πυρετοῦ» — περιοδική έξαρση, παροξυσμός
δ) «καταβολὴ ὀφθαλμῶν» — καταρράκτης τών ματιών
ε) «καταβολὴ θεοῡ» — θεία έμπνευση
στ) «ἐκ καταβολῆς»
i) εκ θεμελίων
ii) εκ νέου, πάλι.

Greek Monotonic

καταβολή: ἡ (καταβάλλω),
I. ρίψη ή κατάθεση, σε Καινή Διαθήκη
II. μεταφ.,
1. θεμέλιο, βάση, αρχή, σε Πίνδ., Κ.Δ.
2. πληρωμή, καταβολή, εξόφληση με δόσεις, σε Δημ.
III. περιοδική προσβολή από ασθένεια, παροξυσμός, σπασμός, κρίση, έξαψη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβολή:
1) соз(и)дание, сотворение (ἀνθρώπων Plut.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT);
2) основание, основа (καταβολὴν ποιεῖσθαί τινος Polyb.): ἐκ καταβολῆς Polyb., Diod. с самого основания, начиная с основ; κ. σπέρματος NT зачатие;
3) мед. приступ, припадок, пароксизм (πυρετοῦ Dem.): ἡ κ. τῆς ἀσθενείας Plat. крайнее ослабление;
4) мед. катаракта Plut.;
5) уплата, платеж (τῶν τελῶν Dem.; τῶν προσόδων Arst.);
6) уплачиваемая сумма, взнос (τὰς καταβολὰς καταβάλλειν Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] oprichting, stichting;. κ. τοῦ κόσμου schepping van de wereld NT Luc. 11.50. het zaaien:; κ. σπερμάτων zaadlozing Luc. 49.19; overdr.: δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν zij heeft de kracht gekregen nageslacht te produceren NT Hebr. 11.11. betaling:. καταβάλλειν τὰς καταβολάς de betalingen verrichten Apollod. [Dem.] 59.27. geneesk. aanval, uitbraak:. ἀσθενείας van ziekte Plat. Grg. 519a; πυρετοῦ van koorts Dem. 9.29.

Middle Liddell

καταβολή, ἡ, καταβάλλω
I. a throwing or laying down, NTest.
II. metaph.,
1. a foundation, beginning, Pind., NTest.
2. a paying down, by instalments, Dem.
III. a periodical attack of illness, a fit, access, Plat.

Chinese

原文音譯:katabol» 卡他-波累
詞類次數:名詞(11)
原文字根:向下-投(著)
字義溯源:堆積,懷孕,建基,開始,懷,創,創立;源自(καταβάλλω)=摔下去);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。比較: (θεμέλιον / θεμέλιος)=根基
出現次數:總共(11);太(2);路(1);約(1);弗(1);來(3);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 創立(5) 太13:35; 約17:24; 弗1:4; 來4:3; 來9:26;
2) 創(4) 太25:34; 路11:50; 啓13:8; 啓17:8;
3) 建基(1) 彼前1:20;
4) 懷(1) 來11:11

English (Woodhouse)

attack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)