σύμφυρτος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symfyrtos | |Transliteration C=symfyrtos | ||
|Beta Code=su/mfurtos | |Beta Code=su/mfurtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[commingled]], [[confounded]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1234</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A commingled, confounded, E.Hipp.1234.
German (Pape)
[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.
Greek Monotonic
σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.
Middle Liddell
σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]