σεληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-<i>ῖτις</i>)].
|mltxt=η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-<i>ῖτις</i>)].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ bot. [[hiedra terrestre]] λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον <b class="b3">toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco</b> P IV 2360
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνῖτις Medium diacritics: σεληνῖτις Low diacritics: σεληνίτις Capitals: ΣΕΛΗΝΙΤΙΣ
Transliteration A: selēnîtis Transliteration B: selēnitis Transliteration C: selinitis Beta Code: selhni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.37.

Spanish

hiedra terrestre

Greek Monolingual

η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμ-ῖτις)].

Léxico de magia

ἡ bot. hiedra terrestre λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360