θεριστός: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theristos | |Transliteration C=theristos | ||
|Beta Code=qeristo/s | |Beta Code=qeristo/s | ||
|Definition=ή, όν<b class="b3">, τὸ θ</b>. a kind of <span class="sense" | |Definition=ή, όν<b class="b3">, τὸ θ</b>. a kind of <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[balsam]], Dsc.1.19 codd. ([[εὐθέριστον]] Wellm.).</span><br /><span class="bld">θέριστος</span> and θεριστός, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[θέριτος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, τὸ θ. a kind of A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).
θέριστος and θεριστός, ὁ, A v. θέριτος.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.
Greek Monolingual
θεριστός, -ή, -όν (ΑΜ) θερίζω
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά
ό,τι έχει θεριστεί
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν
είδος βάλσαμου.