νεήλατος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neilatos | |Transliteration C=neilatos | ||
|Beta Code=neh/latos | |Beta Code=neh/latos | ||
|Definition=ον, (<b class="b3">νέος, ἐλαύνω</b> III) <span class="sense" | |Definition=ον, (<b class="b3">νέος, ἐλαύνω</b> III) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[newly-forged]], Id. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (cf. [[ἐλατήρ]] III, [[ἔλατρον]]) [[freshly rolled out]]: <b class="b3">νεήλατα, τά,</b> [[new]] cakes, <span class="bibl">D.18.260</span> (expld. by Harp. fr. [[ἀλέω]] A).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, (νέος, ἐλαύνω III) A newly-forged, Id. II (cf. ἐλατήρ III, ἔλατρον) freshly rolled out: νεήλατα, τά, new cakes, D.18.260 (expld. by Harp. fr. ἀλέω A).
German (Pape)
[Seite 236] frisch, eben erst getrieben, geschmiedet, νεοτευχής, Hesych. Bei Dem. 18, 260 sind νεήλατα Kuchen aus frisch gemahlenem Mehle, frisch bereitet (nicht von ἀλέω abzuleiten).
Greek (Liddell-Scott)
νεήλᾰτος: -ον, (νέος, ἐλαύνω ΙΙΙ) «νεοτευχής», καθ’ Ἡσύχ.: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τὰ νεωστὶ ἀληλεσμένα, ἀλλὰ κυρίως νεήλατα ἦσαν εἶδος πλακουντίων ἐκ νεωστὶ ἀληλεσμένων ἀλφίτων· νεήλατα, τά, Δημ. 314. 1, Πολυδ. ϛʹ, 77.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).
Étymologie: νέος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
νεήλατος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα)
α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα
β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ευήλατος, ψυχρ-ήλατος. Το -η- του τ. (αντί -έλατος) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νεήλᾰτος: -ον (νέος, ἐλαύνω III), αυτός που έχει ζυμωθεί πρόσφατα· νεήλατα, τά, φρεσκοζυμωμένες πίτες, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
νεήλᾰτος: (о тесте) только что приготовленный: (τὰ) νεήλατα Dem. свежие пироги.
Middle Liddell
νε-ήλᾰτος, ον νέος, ἐλαύνω III]
newly kneaded: νεήλατα, τά, new cakes, Dem.