ἀποπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopetomai
|Transliteration C=apopetomai
|Beta Code=a)pope/tomai
|Beta Code=a)pope/tomai
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -πετήσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1126</span>: aor. [[ἀπεπτάμην]], part. <b class="b3">-πτάμενος</b>, inf. -πτάσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>: also ἀπεπτόμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; aor.2 [[ἀπέπτην]], 3pl. ἀπέπταν <span class="bibl">Emp.2.4</span>; inf. ἀποπτῆναι <span class="title">AP</span>5.211 (Mel.):— [[fly off]] or [[away]], esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος <span class="bibl">Il.2.71</span>; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται <span class="bibl">Od. 11.222</span>; ἀπέπτετο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; <b class="b3">ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου</b> ib.<span class="bibl">1369</span>; οἴχεται ἀποπτάμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>183e</span>; συχνὸν ἀποπτάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a32</span>; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης <span class="title">IG</span> 9(1).883.6 (Corcyra).</span>
|Definition=fut. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -πετήσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1126</span>: aor. [[ἀπεπτάμην]], part. <b class="b3">-πτάμενος</b>, inf. -πτάσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>: also ἀπεπτόμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; aor.2 [[ἀπέπτην]], 3pl. ἀπέπταν <span class="bibl">Emp.2.4</span>; inf. ἀποπτῆναι <span class="title">AP</span>5.211 (Mel.):— [[fly off]] or [[away]], esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος <span class="bibl">Il.2.71</span>; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται <span class="bibl">Od. 11.222</span>; ἀπέπτετο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>90</span>; <b class="b3">ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου</b> ib.<span class="bibl">1369</span>; οἴχεται ἀποπτάμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>183e</span>; συχνὸν ἀποπτάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a32</span>; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης <span class="title">IG</span> 9(1).883.6 (Corcyra).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπέτομαι Medium diacritics: ἀποπέτομαι Low diacritics: αποπέτομαι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: apopétomai Transliteration B: apopetomai Transliteration C: apopetomai Beta Code: a)pope/tomai

English (LSJ)

fut.    A -πετήσομαι Ar.Pax1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι Hdt.7.13: also ἀπεπτόμην Ar.Av.90; aor.2 ἀπέπτην, 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι AP5.211 (Mel.):— fly off or away, esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο Ar.Av.90; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp.183e; συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcyra).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπέτομαι: μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. πέτομαι): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ ὄνειρος, ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου αὐτόθι 1369. 261. 22. 2) ἀφίπταμαι καὶ φεύγω, «ὅταν δὲ γνῷ (ὁ πέρδιξ) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.

French (Bailly abrégé)

s’envoler.
Étymologie: ἀπό, πέτομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποπτάμενος, -ένη: fly away, Il. 2.71, Od. 11.222.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀποπετήσει Ar.Pax 1126; aor. ind. ἀπέπτετο Ar.Au.90, part. ἀποπτάμενος Il.2.71, tb. en v. act. ac. plu. fem. ἀποπτάσας Chrys.Ep.7.1a]
irse volando, volar, echar a volar de visiones en sueños ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.l.c., cf. Hdt.7.13, de la memoria, Meth.Symp.3.14 (p.45.13)
del alma al morir ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od.11.222, cf. Emp.B 2.4, ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcira II d.C.), cf. Nonn.D.11.90
de seres divinizados ἀποπτάμενος προλιπὼν χθόνα Hes.Th.284, los amores AP 5.212 (Mel.), cf. Pl.Smp.183e (c. juego de palabras sobre Il.2.71, cf. supra)
de elementos físicos τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰς τῆν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται Plu.2.928a
esp. de aves, Ar.Au.90, Arist.HA 619a32, Fr.346, D.C.43.35.4, Aesop.133.3, Aristaenet.1.3.52, D.P.Au.1.4, 31, 3.19, 21
de pers. imaginadas como pájaros, Ar.Au.1369, Pax 1126
fig. echar a volar la imaginación ὑφ' ὧν ἐπαιρόμεναι πολλάκις ἀποπέτονται las mujeres por efecto de vanidades, Plu.2.752f
ser arrebatado τὰς κώπας τῶν χειρῶν τῶν ναυτῶν ἀποπτάσας los remos arrebatados de las manos de los marineros en la tormenta, Chrys.l.c.

Greek Monolingual

ἀποπέτομαι (Α)
1. πετώ επάνω, πετώ μακριά
2. πετώ κι εξαφανίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποπέτομαι: μέλ. -πετήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, μτχ. -πτάμενος· (πρβλ. πέτομαιπετώ μακριά, σηκώνομαι ψηλά και εξαφανίζομαι, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ μακριά, λέγεται κυρίως για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπέτομαι: улетать, упархивать Arph., Plut.

Middle Liddell

[cf. πέτομαι
to fly off or away, Hom., Ar.