ὁμοχοῖνιξ: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omochoiniks
|Transliteration C=omochoiniks
|Beta Code=o(moxoi=nic
|Beta Code=o(moxoi=nic
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who shares the same]] [[χοῖνιξ]], Plu.2.643d.</span>
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who shares the same]] [[χοῖνιξ]], Plu.2.643d.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:45, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοχοῖνιξ Medium diacritics: ὁμοχοῖνιξ Low diacritics: ομοχοίνιξ Capitals: ΟΜΟΧΟΙΝΙΞ
Transliteration A: homochoînix Transliteration B: homochoinix Transliteration C: omochoiniks Beta Code: o(moxoi=nic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,    A one who shares the same χοῖνιξ, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 342] ικος, ὁ, der mit einem Andern zusammen seinen χοῖνιξ bekommt, bes. Mitsklav; Plut. Sympos. 2, 10 vrbdt οὐ μόνον ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ λαμβάνων τὴν αὐτὴν μερίδα μετ’ ἄλλων, Πλούτ. 2. 643D.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
compagnon de chénice, càd compagnon d’esclavage (qui reçoit la ration commune d’un chénice de blé {ou qui est enchaîné au même chénice}).
Étymologie: ὁμός, χοῖνιξ.

Greek Monolingual

ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (πρβλ. ημι-χοίνιξ)].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).