παρατήρημα: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratirima | |Transliteration C=paratirima | ||
|Beta Code=parath/rhma | |Beta Code=parath/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[observation]], D.H. <span class="title">Amm.</span>2.17 (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Dem.</span>13</span> ; of auguries, Hsch., Phot. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[condition]] to [[be observed]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>515.9</span> (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A observation, D.H. Amm.2.17 (pl.), Dem.13 ; of auguries, Hsch., Phot. 2. condition to be observed, Alex.Aphr.in Top.515.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 503] τό, das woneben od. wobei Beobachtete, VLL. erkl. es bes. von der Beobachtung der Vogelzeichen.
Greek (Liddell-Scott)
παρατήρημα: τό, παρατήρησις, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ παρατηρώ
η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της
νεοελλ.
φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδι
αρχ.
1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων
επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)
2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.