διαρκής: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diarkis | |Transliteration C=diarkis | ||
|Beta Code=diarkh/s | |Beta Code=diarkh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sufficient]], χώρα <span class="bibl">Th.1.15</span>; τροφή <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>626a2</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.11.6</span>; δυνάμεις <span class="bibl">D.H.4.23</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lasting]], ὠφέλεια <span class="bibl">D.3.33</span>; ἐπὶ πολύ <span class="bibl">D.H.6.54</span>: Comp., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>24</span>: Sup., [[with staying power]], of an athlete, <span class="bibl">Paus.6.13.3</span>; ἵπποι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>11.146a</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span> 3.115</span>, <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.209D.</span>, <span class="bibl">Demoph.<span class="title">Sent.</span>10</span>, etc.; <b class="b3">δ. ἔχειν τι</b> to be [[amply]] provided with, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.21</span>, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν [[in complete competence]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.8.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc. 2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.
German (Pape)
[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 suffisant ; particul. qui suffit aux besoins (des habitants);
2 qui se soutient, qui dure.
Étymologie: διά, ἀρκέω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1c. idea de cantidad suficiente δ. χώρα territorio amplio, extenso Th.1.15, cf. 6.90, τροφή D.50.23, Arist.HA 626a2, Thphr.CP 1.11.6, cf. Ph.2.464, δυνάμεις D.H.4.23, ὑετοί Plu.Alex.27, ἀποθέσεις Luc.Hipp.5
•inagotable πηγή Gr.Thaum.Pan.Or.4.2, fig. λόγος Gr.Thaum.Pan.Or.4.30.
2 en sent. fís. resistente ἵπποι Them.Or.11.146a, σκῦτος Luc.Anach.24
•subst. τὸ διαρκέστατον la competición que requiere la máxima resistencia, e.e. la prueba de fondo Paus.6.13.3
•neutr. plu. como adv. con mucha resistencia ζῆν ... εἰς τὸ γέρας διαρκέστατα X.Mem.2.8.6.
3 ref. al tiempo duradero ὠφέλεια D.3.33, ἡ φύσις οὐκ ἐπὶ πολὺ δ. D.H.6.54
•continuo, constante ἡ πρὸς τὸν νοῦν αὐτοῦ δ. ἐπιστροφή Porph.Plot.8.23
•de pers. constante, perseverante ἕτεροι D.C.37.57.3.
II adv. -ῶς suficientemente συνάπτει Demoph.Sent.10, εἶχον Procop.Pers.1.21.8, cf. S.E.P.3.115, Eun.Hist.1.47.
Greek Monolingual
-ές (AM διαρκής, -ές)
1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο
3. σταθερός, μόνιμος
αρχ.
επαρκής, αρκετός.
Greek Monotonic
διαρκής: -ές,
1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ.
2. συνεχής, μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ. -κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαρκής:
1) достаточный (χρήματα καὶ σῖτος Thuc.; ὠφέλεια Dem.; τροφή Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);
2) длительный, продолжительный (ὑετοί, ἔρως Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.
Middle Liddell
διαρκής, ές adj [from διαρκέω
1. quite sufficient, Thuc.
2. lasting, Dem.:—adv. -κῶς, Sup. διαρκέστατα in complete competence, Xen.