διατρύγιος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatrygios | |Transliteration C=diatrygios | ||
|Beta Code=diatru/gios | |Beta Code=diatru/gios | ||
|Definition=[ῠ], ον<b class="b3">, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην</b> each row <span class="sense"> | |Definition=[ῠ], ον<b class="b3">, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην</b> each row <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bore grapes in succession]], <span class="bibl">Od.24.342</span>, cf. Eust.ad loc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:30, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row A bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.
German (Pape)
[Seite 608] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ἤην· ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν: man versteht unter ὄρχος διατρύγιος eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.
Greek (Liddell-Scott)
διατρύγιος: -ον, (τρύγη)· ἐν Ὀδ. Ω.342, διατρύγιος δὲ ἕκαστος [[[ὄρχος]]] ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.
English (Autenrieth)
(τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
constantemente vendimiable δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην cada liño de vides producía constantemente, Od.24.342.
Greek Monolingual
διατρύγιος, -ον (Α) τρυγώ
επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, του οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.).
Greek Monotonic
διατρύγιος: [ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
διατρύγιος: (ῠ) приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года (ὄρχος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.
Middle Liddell
δια-τρύ˘γιος, ον adj τρύγη
bearing grapes in succession, Od.