εὔκολλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykollos
|Transliteration C=eykollos
|Beta Code=eu)/kollos
|Beta Code=eu)/kollos
|Definition=ον, (κόλλα) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gluing well]], [[sticky]], ἰκμάς <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.).</span>
|Definition=ον, (κόλλα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gluing well]], [[sticky]], ἰκμάς <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκολλος Medium diacritics: εὔκολλος Low diacritics: εύκολλος Capitals: ΕΥΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: eúkollos Transliteration B: eukollos Transliteration C: eykollos Beta Code: eu)/kollos

English (LSJ)

ον, (κόλλα) A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.

Greek Monolingual

εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].

Greek Monotonic

εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκολλος: очень клейкий, липкий (δρυὸς ἰκμάς Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κολλος, ον κόλλα
gluing well, sticky, Anth.