κενωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kenotikos
|Transliteration C=kenotikos
|Beta Code=kenwtiko/s
|Beta Code=kenwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tending to empty]], κύστεως <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.4</span>; [[depletive]], Gal.18 (1).118 (Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[purgative]], Id.15.198.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tending to empty]], κύστεως <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.4</span>; [[depletive]], Gal.18 (1).118 (Sup.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[purgative]], Id.15.198.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενωτικός Medium diacritics: κενωτικός Low diacritics: κενωτικός Capitals: ΚΕΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kenōtikós Transliteration B: kenōtikos Transliteration C: kenotikos Beta Code: kenwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A tending to empty, κύστεως Ael.NA14.4; depletive, Gal.18 (1).118 (Sup.). 2 purgative, Id.15.198.

German (Pape)

[Seite 1419] ausleerend; φάρμακον Medic.; Ael. H. A. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κενωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν φάρμακον, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à vider, qui vide.
Étymologie: κενόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κενωτικός, -ή, -όν) κενώ
αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα)
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοί
λουθηρανική αίρεση του 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της ενανθρωπήσεώς του απέβαλε τελείως τις θεϊκές του ιδιότητες
αρχ.
αυτός που προκαλεί κένωση («κύστεως κενωτικός», Αιλιαν.).