κιθαριστικός: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kitharistikos | |Transliteration C=kitharistikos | ||
|Beta Code=kiqaristiko/s | |Beta Code=kiqaristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled in citharaplaying]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span>375b</span> (in Comp. -ώτερος), <span class="bibl"><span class="title">Ion</span>540d</span>, etc.: <b class="b3">ἡ-κή</b> (sc. [[τέχνη]]) <b class="b2">art of cithara-playing</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>501e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1447a15</span>. Adv. -κῶς Plu.2.404f.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. -ώτερος), Ion540d, etc.: ἡ-κή (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. -κῶς Plu.2.404f.
German (Pape)
[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη ἢ δεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l’art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.
Greek Monotonic
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, επιδέξιο παίξιμο της άρπας, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), = το επόμ., στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαριστικός -ή -όν [κιθαρίζω] goed in citerspelen. subst. ἡ κιθαριστική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰριστικός: II ὁ искусный кифарист Plat.
искусно играющий на кифаре Plat.
Middle Liddell
κῐθᾰριστικός, ή, όν [from κῐθᾰριστής]
skilled in harp-playing, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κῐθᾰριστύς, Plat.