νήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niktis | |Transliteration C=niktis | ||
|Beta Code=nh/kths | |Beta Code=nh/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, (νήχω) <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, (νήχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swimmer]], <span class="bibl">Poll.1.97</span>; <b class="b3">ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι</b> prob. in <span class="bibl">Philosteph.Hist.17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (νήχω) A swimmer, Poll.1.97; ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι prob. in Philosteph.Hist.17.
Greek (Liddell-Scott)
νήκτης: -ου, ὁ, (νήχω) κολυμβητής, Πολυδ. ϛʹ, 45.
Greek Monolingual
νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α)
1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής
2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. -της (πρβλ. δέκ-της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ- + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].