νυμφίος: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nymfios | |Transliteration C=nymfios | ||
|Beta Code=numfi/os | |Beta Code=numfi/os | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bridegroom]], <b class="b3">παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων νυμφίου</b> <span class="bibl">Il.23.223</span> ; τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ'… νυμφίον ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα <span class="bibl">Od.7.65</span> ; ἁρμόζων κόρᾳ ν. ἄνδρα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.118</span>, etc. ; ζῆτε νυμφίων βίον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>161</span> ; opp. [[νύμφη]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>783e</span> : in pl., <b class="b3">τοῖς νεωστὶ νυμφίοις</b> to the [[bridal]] pair, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>366</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>757</span> (lyr.) ; <b class="b3">νυμφίοισι παρθένοις</b> occurs in Ps.-<span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>741</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b2">son-in-law</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jd.</span> 15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Adj. <b class="b3">νύμφιος, α, ον,</b> [[bridal]], τράπεζα νυμφία <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.16</span> ; λέκτρα <span class="title">Epigr.Gr.</span>373 (Aezani).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A bridegroom, παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων νυμφίου Il.23.223 ; τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ'… νυμφίον ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Od.7.65 ; ἁρμόζων κόρᾳ ν. ἄνδρα Pi.P.9.118, etc. ; ζῆτε νυμφίων βίον Ar.Av.161 ; opp. νύμφη, Pl.Lg.783e : in pl., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις to the bridal pair, E.Med.366, cf. A.Th.757 (lyr.) ; νυμφίοισι παρθένοις occurs in Ps.-E.IA741. 2 son-in-law, LXXJd. 15.6. II as Adj. νύμφιος, α, ον, bridal, τράπεζα νυμφία Pi.P.3.16 ; λέκτρα Epigr.Gr.373 (Aezani).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφίος: ὁ, γαμβρός, ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νεόγαμος ἀνήρ, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων, νυμφίου Ἰλ. Ψ 222· τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον, ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Ὀδ. Η. 65· ἁρμόζων κάρᾳ ν. ἄνδρα Πινδ. Π. 9. 208· οὕτω παρ’ Ἀττ., ζῆν νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· ἀντίθετον τῷ νύμφῃ, Πλάτ. Νόμ. 783Ε· ἐν τῷ πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, τοῖς νεονύμφοις, Εὐρ. Μήδ. 366, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 757: - ἐν Εὐρ. ἐν Ι. Α. 741, ἔνθα ἀπαντᾷ, νυμφίοισι παρθένοις, πιθανῶς εἶναι στίχος νόθος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., νύμφιος, -α, -ον, νυμφικός, νυμφία τράπεζα Πινδ. Π. 3. 29· λέκτρα Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 373.
English (Slater)
νυμφίος
1 bridegroom οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.118)
English (Strong)
from νύμφη; a bride-groom (literally or figuratively): bridegroom.
English (Thayer)
νυμφίου, ὁ (νύμφη), a bridegroom: Homer down; Sept for חָתָן.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος)
1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.)
2. στον πληθ. οι νυμφίοι
οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.)
3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του ένωση με την Εκκλησία («ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)
μσν.
1. μνηστήρας
2. εραστής
αρχ.
ο σύζυγος της κόρης κάποιου, ο γαμπρός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ίος (πρβλ. γόμφος: γομφίος). Είναι χαρακτηριστικό ότι το όν. που δηλώνει τον γαμπρό, άτομο αρσενικού γένους, παράγεται εδώ από όν. θηλυκού γένους (πρβλ. μητριά—μητριός, πεθερά -πεθερός)].
Greek Monotonic
νυμφίος: ὁ (νύμφη)·
I. γαμπρός, αυτός που έχει παντρευτεί, νιόπαντρος άνδρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, στο νυφικό ζευγάρι, στους νεονύμφους, σε Ευρ.
II. ως επίθ., νύμφιος, -α, -ον, νυφικός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νυμφίος: II ὁ
1) жених Aesch., Xen., NT, Plut.;
2) новобрачный, молодой супруг Hom., Soph., Arph.
Russian (Dvoretsky)
νυμφίος: новобрачный, вступивший в брак (ἀνήρ Pind.).
Middle Liddell
νυμφίος, ὁ, νύμφη
a bridegroom, one lately married, Hom., etc.; in pl., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις to the bridal pair, Eur.
2
bridal, Pind.
Chinese
原文音譯:numf⋯oj 寧非哦士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:新娘(新郎) 相當於: (חָתָן)
字義溯源:新郎;源自(νύμφη)=新娘);而 (νύμφη)出自(νύξ)X*=面紗)。參讀 (νύμφη)同源字
出現次數:總共(16);太(6);可(3);路(2);約(4);啓(1)
譯字彙編:
1) 新郎(16) 太9:15; 太9:15; 太25:1; 太25:5; 太25:6; 太25:10; 可2:19; 可2:19; 可2:20; 路5:34; 路5:35; 約2:9; 約3:29; 約3:29; 約3:29; 啓18:23