σκελετώδης: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skeletodis
|Transliteration C=skeletodis
|Beta Code=skeletw/dhs
|Beta Code=skeletw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like a dried corpse]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>75</span>, Erot. s.v. [[σκελιφρούς]].</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a dried corpse]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>75</span>, Erot. s.v. [[σκελιφρούς]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:20, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετώδης Medium diacritics: σκελετώδης Low diacritics: σκελετώδης Capitals: ΣΚΕΛΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: skeletṓdēs Transliteration B: skeletōdēs Transliteration C: skeletodis Beta Code: skeletw/dhs

English (LSJ)

ες, A like a dried corpse, Luc.Salt.75, Erot. s.v. σκελιφρούς.

German (Pape)

[Seite 891] ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετώδης: ες. (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον σῶμα, ὅμοιος πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un squelette.
Étymologie: σκελετός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ σκελετός
νεοελλ.
αυτός που είναι πολύ αδύνατος, όμοιος με σκελετό, σκελετωμένος, κάτισχνος
αρχ.
όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο πτώμα, με μούμια.
επίρρ...
σκελετωδώς Ν
με σκελετώδη τρόπο.

Greek Monotonic

σκελετώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μούμια, σκελετωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σκελετώδης: похожий на мумию Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.

Middle Liddell

σκελετ-ώδης, ες εἶδος
like a mummy, Luc.