ἀμφίγειος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfigeios | |Transliteration C=amfigeios | ||
|Beta Code=a)mfi/geios | |Beta Code=a)mfi/geios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with land on both sides]], θάλασσα Phot., Suid.S.v. [[πορθμός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 17:30, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.
Spanish (DGE)
-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.
Greek Monolingual
-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].