ἑτερόμαλλος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteromallos | |Transliteration C=eteromallos | ||
|Beta Code=e(tero/mallos | |Beta Code=e(tero/mallos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woolly]], [[shaggy on one side]], <span class="bibl">Str. 5.1.12</span>: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. [[καυνάκαι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. καυνάκαι.
German (Pape)
[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).
Greek Monolingual
ἑτερόμαλλος, -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)
με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μαλλός, πρβλ. δασύ-μαλλος].