σακηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakiforos
|Transliteration C=sakiforos
|Beta Code=sakhfo/ros
|Beta Code=sakhfo/ros
|Definition=ὁ,= <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σακκοφόρος ''1'', Διονύσου . . σ. μύσται <span class="title">Supp.Epigr.</span> 4.522 (Ephesus, ii A.D.).</span>
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> σακκοφόρος ''1'', Διονύσου . . σ. μύσται <span class="title">Supp.Epigr.</span> 4.522 (Ephesus, ii A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκηφόρος Medium diacritics: σακηφόρος Low diacritics: σακηφόρος Capitals: ΣΑΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakēphóros Transliteration B: sakēphoros Transliteration C: sakiforos Beta Code: sakhfo/ros

English (LSJ)

ὁ,= A σακκοφόρος 1, Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].