αὐτολεξεί: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτολεξεί''': ἐπίρρ. , αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου [[αὐτοῦ]] λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτολεξεί]], Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.
|lstext='''αὐτολεξεί''': ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου [[αὐτοῦ]] λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτολεξεί]], Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτολεξεί Medium diacritics: αὐτολεξεί Low diacritics: αυτολεξεί Capitals: ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ
Transliteration A: autolexeí Transliteration B: autolexei Transliteration C: aftoleksei Beta Code: au)tolecei/

English (LSJ)

Adv. A with the very words, in express words, Ph.2.597.

German (Pape)

[Seite 398] mit den nämlichen Worten, Wort für Wort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτολεξεί: ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου αὐτοῦ λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτολεξεί, Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.

Spanish (DGE)

adv. con las mismas palabras διερμηνεύειν αὐ. explicarlo con las mismas palabras Ph.2.597, cf. Olymp.Iob 16.9.

Greek Monolingual

(AM αὐτολεξεί) επίρρ.
με τα ίδια ακριβώς λόγια, κατά λέξη.