βλεπτός: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βλεπτός:''' достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть? | |elrutext='''βλεπτός:''' [[достойный созерцания]]: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть? | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:03, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A to be seen, S.OT1337.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’il faut voir, digne d’être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.
Greek Monolingual
βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.
Greek Monotonic
βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
Middle Liddell
[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.