Ορφεύς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α Ὀρφεύς, -έως, δωρ. τ. Ὄρφης)<br />[[μορφή]] της ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, [[περίφημος]] [[αοιδός]], [[μουσικός]] και [[ποιητής]], [[γιος]] του Απόλλωνος ή του θρακικού ποταμού Οιάγρου, και της μούσας Καλλιόπης, ο [[οποίος]] έλαβε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μυθικό όν. προελληνικής προελευσης. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. αποτελεί παρ. του <i>orbho</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὀρφανός]]), λόγω του ότι ο [[Ορφεύς]] είχε στερηθεί τη σύζυγό του].
|mltxt=ο (Α [[Ὀρφεύς]], Ὀρφέως, δωρ. τ. [[Ὄρφης]])<br />[[μορφή]] της ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, [[περίφημος]] [[αοιδός]], [[μουσικός]] και [[ποιητής]], [[γιος]] του Απόλλωνος ή του θρακικού ποταμού Οιάγρου, και της μούσας Καλλιόπης, ο [[οποίος]] έλαβε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μυθικό όν. προελληνικής προελευσης. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. αποτελεί παρ. του <i>orbho</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὀρφανός]]), λόγω του ότι ο [[Ορφεύς]] είχε στερηθεί τη σύζυγό του].
}}
}}

Revision as of 08:34, 23 November 2024

Greek Monolingual

ο (Α Ὀρφεύς, Ὀρφέως, δωρ. τ. Ὄρφης)
μορφή της ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος του Απόλλωνος ή του θρακικού ποταμού Οιάγρου, και της μούσας Καλλιόπης, ο οποίος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μυθικό όν. προελληνικής προελευσης. Κατ' άλλη άποψη, η λ. αποτελεί παρ. του orbho- (πρβλ. ὀρφανός), λόγω του ότι ο Ορφεύς είχε στερηθεί τη σύζυγό του].